A. ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ
ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΝΟΜΠΕΛ 1970
Πτέρυγα Καρκονοπαθών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ
Το περίπτερο
των καρκινοπαθών είχε το νούμερο 13. Ο Πάβελ Νικολάγεβιτς Ρουσάνωφ δεν ήταν
προληπτικός Εξ' άλλου δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν, αλλά ένιωσε κάποια
απογοήτευση όταν διάβασε πάνω στο φύλλο εισόδου: περίπτερο 13... όπως και να
έχει το πράγμα, τώρα πια δεν είχε πού αλλού να καταφύγει μέσα σ' ολόκληρη τη
Σοβιετική Ένωση, παρά μόνο στο Νοσοκομείο....
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΠΟΝΗΡΟΥΣ
..Ο Πάβελ
Νικολάγιεβιτς γύρισε από την άλλη μεριά. Έβγαλε την πετσέτα πού είχε βάλει πάνω
στο πρόσωπο του, αλλά και πάλι δεν υπήρχε μεσ᾽ το θάλαμο
απόλυτο σκοτάδι: από τον διάδρομο έμπαινε φώς, έφταναν οι θόρυβοι από τα
πήγαινε-έλα κι από το σούρσιμο πού έκαναν οι κουβάδες και πτυελοδοχεία που
μετακινούσαν.
Δεν τον έπαιρνε
ο ύπνος. Ο όγκος του πίεζε τον λαιμό του. Η καλομελετημένη, αρμονική και
χρήσιμη ζωή του κινδύνευε να κοπεί απότομα στα δύο. Λυπόταν τον ίδιο του τον
εαυτό. Λίγο ακόμα και θα βάζε τα κλάματα.
Την χαριστική
βολή του την έδωσε φυσικά-ποίος άλλος- ο Εφραίμ. Το σκοτάδι δεν τον έχει
ηρεμήσει και διηγιόταν στον γείτονα του, τον Αχμαντζίαν, ένα γελοίο παραμύθι:
-Και γιατί ο
άνθρωπος να ζει για εκατό χρόνια; Είναι τελείως άχρηστο. Άκου να δεις πως
έγιναν τα πράγματα: Ο Αλλάχ μοίραζε τις ζωές στα πλάσματα. Έδωσε, λοιπόν, σ'
όλα τα άγρια ζώα πενήντα χρόνια ζωής κι έκρινε ότι ήταν αρκετό. Ο άνθρωπος ήρθε
τελευταίος, κι ο Αλλάχ δεν είχε πια στη διάθεση του παρά είκοσι πέντε χρόνια
ζωής.
-Το εν τέταρτο,
δηλαδή; ρώτησε ο Αχμαντζίαν.
-Ακριβώς. ο
άνθρωπος προσβλήθηκε: <<είναι πολύ λίγο>> είπε. Ο Αλλάχ του
απάντησε: <<Αρκετό είναι>>. Αλλά ο άνθρωπος επέμενε. <<Καλά
λοιπόν του είπε ο Αλλάχ >>, πήγαινε μόνος σου να ζητήσεις. Ίσως κανένας
έχει περισσευούμενα και σου τα δώσει. Ο άνθρωπος ξεκίνησε, και το πρώτο που συνάντησε
ήταν το άλογο. Άκουσε, του λέει, μου έδωσαν πολύ λίγη ζωή, δώσε μου λίγη απ' τη
δική σου.-<<Καλά, πάρε εικοσιπέντε χρόνια>>. Ο άνθρωπος συνέχισε
τον δρόμο του και βλέπει να έρχεται ένας σκύλος. <<Σκύλε δώσε μου λίγο
από τη ζωή σου>>-<<καλά, πάρε εικοσιπέντε χρόνια>>. Πήγε πιο
κάτω και παρουσιάστηκε μπροστά του μια μαϊμού. Πήρε κι απ' αυτήν εικοσιπέντε
χρόνια, κι ύστερα γύρισε στον Αλλάχ. Κι εκείνος του είπε: <<θα γίνει
λοιπόν όπως το θέλησες: τα πρώτα εικοσιπέντε χρόνια θα ζεις σαν άνθρωπός, τα
άλλα εικοσιπέντε θα δουλεύεις σαν άλογο, τα επόμενα εικοσιπέντε θα γαυγίζεις
σαν σκύλος και τα τελευταία εικοσιπέντε θα είσαι σαν τον πίθηκο, ένα
καταγέλαστο υποκείμενο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
<<ΜΕ ΜΙΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑ - ΣΧΕΔΟΝ ΟΣΟ ΤΟ ΦΩΣ>>
... Ο άσχημος δρόμος της σκέψεις του ξεκινούσε απ' αυτά πού έχανε: πόσο ευτυχισμένος θα ήταν, που θα πήγαινε, τι θα έκανε αν ζούσε πολύ. Ο σωστός δρόμος ξεκινούσε από τη στατική: υπάρχουν άνθρωποι πού πρέπει να πεθάνουν νέοι. Η εκδίκηση τους θάναι να μείνουν νέοι στη μνήμη των ανθρώπων. Η εκδίκηση όπου καίγεται στη μεγάλη φλόγα, είναι να λάμπει αιώνια. Υπήρχε ένα-φαινομενικά-παράδοξο σημαντικό γεγονός, πού ο Βαντιμ το ξεχώρισε αμέσως: καλύτερα δέχεσαι το θάνατο με το ταλέντο παρά με τη μετριότητα! Η μετριότητα απαιτεί πολλά χρόνια, μ' όλο πού ο Επίκουρος είπε, ότι ένας ηλίθιος δε θάχε τί νά κάνει σε μίαν αιωνιότητα.
Είχε φτάσει να πιστεύει μάλλον ότι αν ζούσε τρία-τέσσερα χρόνια, στην εποχή αυτή της θυελλώδους ανακαλύψεων, θα βρισκόταν θεραπεία για το μελανοβλάστωμα. Ο Βαντίμ αποφάσισε όμως, να μη σκέφτεται τη ζωή, ούτε τη θεραπεία, να μη θυσιάζει ούτε στιγμή σ' αυτές τις μαύρες σκέψεις, να σφίξει τα δόντια, να δουλέψει, ν' αφήσει κληρονομία μία νέα μέθοδο εντόπισης κοιτασμάτων.
Έλπιζε ν' αλλάξει τον πρόωρο θάνατο σε γαλήνιο.
Εδώ κι είκοσι έξι χρόνια βέβαια ένοιωθε γεμάτος, χορτασμένος και ισσοροποιμένος μόνο όταν εκμεταλλευόταν τον καιρό του. Έτσι θάταν λογικό να ζήσει τους τελευταίους
μήνες.
Μ' αυτή τη δημιουργική όρεξη και μερικά βιβλία, ο Βαντίμ μπήκε στο θάλαμο.
Ο πρώτος εχθρός πού συνάντησε, ήταν το ραδιόφωνο, το μεγάφωνο. Ο Βαντίμ θα τον εξόντωνε με κάθε μέσον: να πείσει τους διπλανούς, να φέρει βραχυκύκλωμα με καρφίτσα, να βγάλει τις πρίζες... Η εκπομπή απ' το μεγάφωνο, πού όλοι τη θεωρούν δείγμα γενικής καλλιέργειας, δείχνει αντίθετα πολιτιστική καθυστέρηση, και ενθάρρυνση πνευματικής οκνηρίας. Ο Βαντίμ όμως δεν έπειθε κανέναν. Το αδιάκοπο μουρμουρητό, οι ειδήσεις και η μουσική (συνήθως άσχετη με τόπο και χρόνο) ήταν χάσιμο χρόνου, αποκοίμισμα της λυπημένης ψυχής, αλλά απαράδεκτό για ένα ζωντανό πνεύμα.
Ο ηλίθιος του Επίκουρου μόνο με το ραδιόφωνο θα σκότωνε την αιωνιότητά του.
Ο Βαντίμ λοιπόν, μπαίνοντας, είχε την ευτυχή έκπληξη να μη βρει ραδιόφωνο στο θάλαμο. Όλος ο πρώτος όροφος δεν είχε. Από χρόνο σε χρόνο σκεπτόταν να μετακομίσουν το νοσοκομείο σε καλύτερο οίκημα, με ραδιοεγκατάσταση, βεβαίως.
Ο δεύτερος εχθρός που φοβόταν ο Βαντίμ ήταν το σκοτάδι: το φώς έφυγε νωρίς, τ' άναβαν αργά και τα παράθυρα ήτανε μακριά. ο Ντιόμκα όμως, εξυπηρετικός, του δωσε απ' την πρώτη μέρα τη θέση του, και βολεύτηκε: θα κοιμόταν με
τους άλλους, αλλά θα ξύπναγε με το χάραμα, για νάχει τις καλύτερες και ησυχότερες ώρες.
Ο τρίτος πιθανός εχθρός ήταν η φλυαρία των διπλανών. Από φλυαρία, δόξα το θεό. Η παρέα του άρεσε όμως, επειδή ήταν ήσυχη.
Ο πιο συμπαθητικός του φαινόταν ο Εγκενμπούρντιεφ. Σιωπηλός πάντα, μοίραζε σε όλους χαμόγελα, που φώτιζαν το χοντρό του πρόσωπο.
Ο Μουρσαλίνωφ κι ο Αχματζιάν ήταν και οι δυο ευχάριστοι και ήσυχοι. Όταν μιλούσαν στα Ουζμπέκικα, δεν τον ενοχλούσαν καθόλου. Άλλωστε μιλούσαν ήρεμα, λογικά. Ο Μουρσαλίνωφ έμοιαζε με γέρο-σοφό, σαν εκείνους που έβρισκε στο βουνό ο Βαντίμ. Μια φορά μόνο θύμωσε με τον Αχματζίαν. Ο Βαντίμ ζήτησε να του μεταφράσουν τι λέγανε, ο Μουρσαλίνωφ δεν δεχότανε τα νέα ονόματα, που φτιάνουν κολλώντας λέξεις. Γνήσια είναι μόνο τα σαράντα πού άφησε ο Προφήτης.
Κι ο Αχματζίαν ήταν καλός τύπος: όταν τούλεγαν νά χαμηλώσει τόνο, τόκανε αμέσως. Ο Βαντίμ τόν έβαλε σε σκέψεις μιλώντας τους για τους Εβένκους. Για δύο μέρες ο Αχματζίαν ονειρευόταν την απίστευτα τέλεια ζωή τους κι ύστερα άρχισε να ερωτάει απρόσμενα:
-Τί όπλα έχουν;
Ο Βαντίμ απάντησε με λίγα λόγια κι ο Αχματζίαν βυθίστηκε για ώρες στις σκέψεις του. Έπειτα ρώτησε:
-Τι στρατό έχουν;
Την επομένη το πρωί:
-Τι σκοπούς έχουν;
Δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι οι Εβένκοι μπορεί να ζουν
<<έτσι>>, απλά.
...
...Ο Ρουσάνωφ άκουγε και κοίταζε επιδοκιμαστικά.
-Μία πράξη...άξια..θάλεγα, ενός Μπολσεβίκου.
-Μα, είμαι μέλος του κόμματος. Το χαμόγελο κι η φωνή του Φεντερό έγιναν σεμνότερα ακόμα.
-Είσαστε... κάποτε! διόρθωσε ο Ρουσάνωφ (δεν τολμάς να πεις καλή κουβέντα κι αμέσως νομίζουν ότι κάποιοι είναι!).
-Είμαι τώρα! είπε ο Φεντερό χωρίς να υψώνει τόνο.
Ο Ρουσάνωφ εκείνη τη μέρα δεν είχε κέφι ν' ασχοληθεί με ξένες δουλειές, ούτε να συζητήσει, ούτε να τον βάλει στη θέση του. Είχε μπλεχτεί σε τραγικές ιστορίες. Τέτοιες χοντροκοπιές όμως, δεν θα τις άφηνε έτσι! Ο γεωλόγος είχε βυθιστεί στη βιβλίο του. Με αδύνατη, μα ξεκάθαρη φωνή, είπε ο Ρουσανωφ:
-Αδύνατον. Γερμανός δεν είστε;
-Ναί.
-Και λοιπών;
-Όταν σας εξόρισαν, δε σας πήραν την ταυτότητα του Κόμματος;
-Δεν την πήραν, είπε κουνώντας το κεφάλι του.
Ο Ρουσανωφ μιλούσε με δυσκολία.
-Λάθος θάναι: δε θάχαν καιρό, θα βιάζονταν. Εσείς ο ίδιος πρέπει να τη δώσετε.
-Δεν καταλάβατε! επέμεινε ο Φεντερό. Εδώ και δεκατρία χρόνια έχω ταυτότητα, δεν έγινε ποτέ λάθος. Μας κάλεσαν και στην επιτροπή της περιοχής: <<θά μείνετε μέλη του Κόμματος. Δεν σας ανακατώνουμε με τούς άλλους>>.
Μπορεί να μην έχουμε σημαντική θέση, αλλά σε μικρές δουλείες, δίνουμε το παράδειγμα.
-Δεν ξέρω - αναστέναξε ο Ρουσάνωφ. Ήθελα να κλείσει τα μάτια. Μιλούσε
δύσκολα.
Η ένεση πού τού έκαναν τρείς μέρες πριν, δεν τον ανακούφισε καθόλου. Ο όγκος ούτε μίκρυνε, ούτε μαλάκωσε. Σήμερα, αδύναμος, ταραγμένος, απ' το παραλήρημα, περίμενε την τρίτη ένεση. Μετά την τρίτη, είχε αποφασίσει με την Καπιτολίνα, να πάνε στη Μόσχα. Είχε χάσει όμως κάθε δύναμη αντίστασης. Κατάλαβε τί θα πει:
<<καταδικασμένος>>. Είτε τρίτη, είτε δέκατη, είτε εδώ, είτε στη Μόσχα, ο όγκος θ' αντιστεκόταν στη θεραπεία, ως το τέλος. Όγκος δεν σημαίνει θάνατος βέβαια: μπορεί να μείνεις ανάπηρος, τέρας, άρρωστος. Ώς πριν από μια μέρα ο Ρουσάνωφ δεν ήξερε τί ένωνε τον όγκο με το θάνατο. Άκουσε όμως τον Κοστοκλότωφ να εξηγεί σε κάποιον, ότι ο όγκος δηλητηριάζει τον οργανισμό και δεν γίνεται να μείνει για πολύ.
Ο Πάβελ Νικολάγιεβιτς ένοιωσε ένα τσίμπημα στην καρδία.
Κατάλαβε ότι δεν μπορεί να νικήσει το θάνατο, τού γινόταν έμμονη ιδέα. Την προηγούμενη, στο ισόγειο, είδε να βγάζουν κάποιον από το χειρουργείο,
σκεπασμένο μ' ένα σεντόνι. Τώρα καταλάβαινε τί θα πει: <<Σέ λίγο θάναι κάτω απ' το σεντόνι>> πού έλεγαν οι νοσοκόμες. Αυτό ήταν! Όλα γύρω στο θάνατο είναι μαύρα. Ο θάνατος λευκός.
Ο Ρουσάνωφ ήξερε βέβαια ότι κι αυτός θα πέθαινε. Μία μέρα, αλλά-αμέσως; Το τρομερό δεν είναι να πεθάνεις αμέσως. Γιατί; Γιατί: <<έπειτα; Χωρίς εμένα;...>>;
...
Η ανθρωπότητα δε χρειάζεται τη μάζα, χρειάζεται την ωριμότητα των λίγων.
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
...Πόσο δίκιο είχε! Την ευτυχία των ανθρώπων δεν την
φτιάχνει το επίπεδο της ζωής τούς, αλλά η σχέση ανάμεσα σε δύο καρδίες και το πώς βλέπουμε τη ζωή. Και φυσικά, και το ένα και το άλλο εξαρτάται απ' τη δική μάς θέληση, και ο άνθρωπος είναι πάντοτε ευτυχισμένος αν το θέλει, και κανένας δεν μπορεί να τον εμποδίσει...
Πριν από το πόλεμο, ζούσαν στα προάστια της Μόσχας μαζί με τη μητέρα τού Νικόλα Ιβάνοβιτς. Ήταν τόσο εύθικτη σε κάτι μικροπράγματα κι εκείνος σεβόταν τόσο τη μητρική δύναμη, ώστε η Έλενα Αλεξάνδροβνα, πού ήταν τότε μια ώριμος, ένοιωθε συνεχώς καταπιεσμένη. Αυτή την περίοδο την ονόμασε δικό της
<<Μεσαίωνα>>. Μόνο, αυτή η μεγάλη δυστυχία πού τους βρήκε, τούς βοήθησε να φτιάξουν το σπιτικό τούς στον καθαρό αέρα.
Κι η δυστυχία ήρθε και τούς βρήκε. Κι η πεθερά έφταιγε για όλα. Τον πρώτο χρόνο τού πολέμου, ήρθε στο σπίτι τους ένας άνθρωπος και ζήτησε να τον κρύψουν. Η πεθερά, ενώ ήταν τόσο αυστηρή με τούς δικούς της, έκρινε ότι ήταν καθήκον της να κρύψει αυτόν τον λιποτάκτη
και χωρίς καν να συμβουλευτεί τα παιδία της. Ο άνθρωπος πέρασε δύο νύχτες στο σπίτι τους. Όταν έφυγε, τον συνέλαβαν, τον ρώτησαν και εκείνος μαρτύρησε το σπίτι όπου κρύφτηκε. Η πεθερά ήταν τότε περίπου ογδόντα χρονών, δεν την άγγιξαν. Αντίθετα, θεώρησαν χρήσιμο να συλλάβουν το γιο της πού ήταν πενήντα χρονών και τη γυναίκα του πού ήταν σαράντα. Στην ανάκριση, θέλησαν να μάθουν αν ο λιποτάχτης άνηκε στην οικογένειά τούς. Αυτό θα έφτιαχνε πολύ τα πράγματα: θα ήταν μια υπόθεση προσωπικού συμφέροντος, απόλυτα κατανοητή και συγχωρήσιμη. Μά ο λιποτάχτης δεν τούς έλεγε, ήταν ένας περαστικός και οι Καντμίν πήγαν δέκα χρόνια φυλακή ο καθένας, όχι γιατί βοήθησαν ένα λιποτάχτη, αλλά σαν εχθροί της Πατρίδας πού εσκεμμένα προσπάθησαν να υπονομεύσουν τη δύναμη του Κόκκινου Στρατού! Ο πόλεμος τελείωσε, ο λιποτάχτης ελευθερώθηκε με τη γενική αμνηστία του Στάλιν το 1945 ( οι ιστορικοί θα σπάσουν το κεφάλι τους χωρίς να κατορθώσουν να καταλάβουν γιατί οι λιποτάχτες πήραν αμνηστία, πριν απ' όλους τούς άλλους και μάλιστα χωρίς περιορισμό). Είχε μάλιστα ξεχάσει το σπίτι όπου κοιμήθηκε, κι ότι η σύλληψη η δική του είχε μπλέξει κι άλλους.
Οι Καντμίν δεν πήραν αμνηστία: δεν ήταν λιποτάχτες, ήταν εχθροί.
Κι όταν τα δέκα χρόνια πέρασαν, δεν τούς άφησαν ούτε καν να γυρίσουν σπίτι τούς, γιατί δεν ενέργησαν μόνοι τους, αλλά <<από κοινού>>
(ο άντρας κι η γυναίκα του!) κι έτσι καταδικάζονταν σε <<αιώνια>>
εξορία. Επειδή το πρόβλεψαν αυτό, οι Καντμίν, είχαν υποβάλει αίτηση για να τούς στείλουν στο ίδιο μέρος, τουλάχιστον όσο θα ήταν εξόριστοι. Και μολονότι κανείς δε διαμαρτυρήθηκε κι η αίτηση φάνηκε πολύ θεμιτή, έστειλαν τον άντρα στο νότο τού Kαζακστάν και τη γυναίκα στη περιοχή του Κράσνογιαρσκ. Μήπως ήθελαν να έχουν χωρισμένα αυτά τα μέλη της ίδιας οργανώσεως; 'Όχι, δεν το έκανε για να τούς τιμωρήσουν, ούτε από ένα πνεύμα εκδικήσεως, αλλά απλώς και μόνο γιατί μες' σ' όλο το μηχανισμό του υπουργείου των Εσωτερικών δεν υπήρχε κανένας υπεύθυνος να φροντίζει, ώστε οι σύζυγοι να είναι μαζί. Να γιατί δεν τους είχαν μαζί. Με τα χέρια και τα πόδια πρησμένα, παρ' όλο πού δεν ήταν ακόμη πενήντα χρονών, η Έλενα Αλεξάνδροβνα βρέθηκε στην Ταϊγκά , όπου δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει παρά μόνο το επάγγελμα του ξυλοκόπου, πού το στρατόπεδο της έμαθε τόσο καλά. ( Και σήμερα ακόμα θυμάται την Ταϊγκά του Γιενισέϊ-τί τοπία!). Έναν ολόκληρο χρόνο, συνέχισαν να στέλνουν αιτήσεις-στη Μόσχα, στη Μόσχα, στη Μόσχα-και επιτέλους μια ειδική συνοδεία ήρθε να πάρει την Έλενα Αλεξάνδροβνα και να τη φέρει εδώ στο Ούστ-Τρεκ.
Τώρα πια πώς να μη χαίρονται τη ζωή! Πώς να μην αγαπούν το Ούστ-Τερέκ! Και το δικό τους χαμόσπιτο! Τί άλλο θα μπορούσαν να επιθυμήσουν;
Εδώ θα βρίσκονται <<αιωνίως>>;
Καλά λοιπόν, έστω! Να μία ωραία ευκαιρία για να μελετήσουν κατά βάθος το κλίμα του Ούστ-Τερέκ! Ο Νικόλαος Ιβάνοβιτς κρέμασε στον τοίχο τρία θερμόμετρα και ένα μηχάνημα για να μετράει την πίεση της ατμόσφαιρας και την ένταση του ανέμου. Πηγαίνει συχνά στο σπίτι της Ίννα Στροές, μίας κοπέλας της τελευταίας τάξεως του σχολείου, πού είχε αναλάβει τον επίσημο μετεωρολογικό σταθμό. Ο σταθμός αυτός μπορεί να λέει ότι θέλει-ο Νικόλας Ίβκοβιτς αποφάσισε να κρατά ένα μετεωρολογικό ημερολόγιο με μίαν ακρίβεια πού ζήλευε κι ένας στατιστικός.
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΒΕΓΚΑ
...Ο
Κοστογκλότωφ της είχε πει μία μέρα κατάμουτρα, πώς δεν καταλάβαινε γιατί ο
θεραπευτής πού γνώριζε αυτός, πού είχε την ρίζα του Ισσυκ-Κούλ, δεν άξιζε όσο
και ένας γιατρός και-ότι αυτά ήταν τα ίδια τα λόγια τού-κατά τη γνώμη του η
ιατρική δεν άξιζε τίποτα. Εκείνη τη μέρα είχε σχεδόν προσβληθεί. Μα ύστερα,
σκέφτηκε ότι από μια άποψη ήταν αληθινό. Διότι, επιτέλους, όταν καταστρέφουν
άρρωστα κύτταρα με τις ακτίνες Χ, μήπως ξέρουν περίπου το ποσοστό των υγιών
κυττάρων πού καταστρέφουν μαζί; Ήταν μήπως πολύ πιο σίγουρο απ' αυτό πού έκανε
ο θεραπευτής, πού έπαιρνε την ξερή ρίζα με τις χούφτες χωρίς να την ζυγίζει;
Και κάτι άλλο: όλος ο κόσμος θεράπευε με την πενικιλίνη, αλλά ποιά ιατρική
θεωρία είχε εξηγήσει την φύση της ενέργειας;
...
Όσο για τις
γυναίκες, η σύγχυση πάνω σ' αυτό το θέμα ήταν πολύ μεγάλη. Λένε ότι η Κάρμεν
είναι η πιο θηλύκια από τις γυναίκες. Της την είχαν παραστήσει σαν τον τύπο της
γυναίκας πού ψάχνει πάντα την ευχαρίστηση. Αλλά δεν ήταν μία αληθινή γυναίκα,
ήταν ένας άνδρας μεταμφιεσμένος.
...
Και τώρα δεν
μπορούσε να το δικαιολογήσει μπροστά σε κανένα, ούτε στον ίδιο τον εαυτό της.
<<Βέγκα!
Βέγκα μου! της φώναζε απ' το μέτωπο. Δεν μπορώ να πεθάνω χωρίς να σ' έχω δική
μου. Μου φαίνεται τώρα ότι αν μπορέσω να πάρω τριών ημερών άδεια, έστω και για
το νοσοκομείο, θα έρθω εκεί και θα παντρευτούμε! Ναι; Ναι;>>.
<<Μην
λυπάσαι γι' αυτό. Δεν θ' ανήκω ποτέ σε κανέναν. Μόνο σε σένα>>.
Με πόση
σιγουριά το έγραφε αυτό! Αλλά απευθυνόταν τότε σ' έναν ζωντανό!
Δεν πληγώθηκε,
ούτε πήγε με άδεια στο νοσοκομείο. Τον σκότωσαν με την πρώτη.
Εκείνος
πέθανε...κι αυτή, το αστέρι του, έλαμπε, έλαμπε πάντα...
Αλλά μάταια
σκορπούσε το φώς του.
Δεν ήταν ένα
άστρο, πού το φώς του εξακολουθεί να απλώνεται ακόμα κι όταν εκείνο είχε σβήσει.
Ήταν ένα αστέρι πού λάμπει, λάμπει μ' όλες του τις αδυναμίες, αλλά κανένας πια
δεν βλέπει το φώς του, κανένας δεν το έχει ανάγκη.
Δεν θέλησαν να
την στείλουν να πεθάνει κι εκείνη. Έπρεπε, λοιπόν, να ζήσει. Να συνεχίσει τις
σπουδές της στο Ινστιτούτο. Ήταν η υπεύθυνη της ομάδας της. Παντού η πρώτη:
όταν είχαν την αγγαρεία της συγκομιδής, στις εθελοντικές ομάδες της Κυριακής.
Τί άλλο της απέμενε να κάνει;
Πέρασε με
άριστα τις τελικές εξετάσει. Ο γιατρός Ορεχτσένκωφ, πού κοντά του είχε κάνει
την ειδίκευση της, ήταν πολύ ευχαριστημένος μαζί της. Αυτός την σύστησε στην
Ντατσόβα. Τώρα δεν της είχε απομείνει παρά μόνο στον κόσμο: η φροντίδα της για
τούς αρρώστους. Ήταν η σανίδα σωτηρίας.
Φυσικά, αν το
εξέτασε αυτό απ' τη σκοπιά του Φρήντλαντ, θα έλεγε ότι αυτά ήταν αρλούμπες,
ανωμαλία, τρέλα: να φυλάς την ανάμνηση ενός πεθαμένου και να μην ψάχνεις να
βρεις ένα ζωντανό! Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Αλλά η Βέγκα ήξερε πολύ
καλά ότι σ' αυτήν, κανένας νόμος δεν έπαιζε ρόλο.
Όχι γιατί
πίστευε ότι η υπόσχεση της την έδεσε για πάντα. Αλλά είχε κι αυτό ένα κάποιο
νόημα: ένα πρόσωπο δικό μάς, δεν πεθαίνει ποτέ τελείως. Βλέπει κατά κάποιο
τρόπο, ακούει, είναι παρών, υπάρχει. Και θα έβλεπε, αδύναμο και βουβό, ότι το
απατάς.
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ
ΠΑΝΤΟΥ ΑΤΥΧΙΑ
...Καθόταν
λοξά, σα νάτανε μόνο για λίγες στιγμές, αλλά έγραφε κάτι.
-Ναι; έκανε
σηκώνοντας το κεφάλι, όχι με έκπληξη, αλλά αφηρημένα, σαν να σκεφτόταν τί θα ‘γραφε
παρακάτω.
Κανείς δεν
ευκαιρούσε, ποτέ! Σ' ένα λεφτό έπρεπε να πάρεις απόφαση, πού θα έκκρινε
ολόκληρη τη ζωή σού.
-Με συγχωρείτε,
Λέων Λεονίντοβιτς. (Ο Κωστογκλότωφ προσπαθούσε να είναι ευγενικός κατά το
δυνατόν). Ξέρω ότι δεν έχετε καιρό. Άλλα εκτός από σάς, δε γίνεται να...
Επιτρέπετε, δύο λεπτά;
Ο χειρούργος
έγνεψε ναι με το κεφάλι. Σκεφτόταν οπωσδήποτε άλλα πράγματα.
-Ναι, μου
κάνουν ορμονοθεραπεία για... ενέσεις συνοεστρόλ, ενδομυϊκές, σε δόσεις για...
(Το κόλπο του Κοστογκλότωφ ήταν να μιλάει στους γιατρούς με τη δική τους γλώσσα
και ακρίβεια, απαιτώντας, φυσικά ειλικρινή απάντηση). Θέλω να ξέρω αν η
ορμονοθεραπεία ενεργεί ανασταλτικά ή όχι.
Όλος αυτός ο
πρόλογος έπιασε μόνο είκοσι δευτερόλεπτα, από τα εκατόν είκοσι, πού είχε στη
διάθεση του. Τα υπόλοιπα δεν ήταν δική του δουλεία. Σώπασε, με τα χέρια στην
πλάτη, κοιτάζοντας από ψηλά σκυφτός το συνομιλητή του.
Ο Λέων
Λεονίντοβιτς ζάρωσε το μέτωπο, σα να θελε ν' αποδείξει αυτό πού τον
απασχολούσε.
-Όχι συνήθως
δεν είναι -απάντησε. Δε φάνηκε, όμως, οριστική αυτή η απάντηση.
-Εγώ, άγνωστο
γιατί, έχω την εντύπωση ότι είναι -επέμενε ο Κοστογκλότωφ, σα να το ‘θελε ή σα
μην πίστευε στα λόγια του ίδιου του Λέοντα Λεονίντοβιτς.
-Όχι, δε μπορεί
να ‘ναι, έλεγε ο χειρούργος. Δεν μιλούσε κατηγορηματικά είτε γιατί δεν ήταν
αυτή η γνώμη του, είτε γιατί δεν είχε αποσπαστεί ακόμα απ' όλες τις σκέψεις
του.
-Είναι πολύ
σημαντικό για μένα να καταλάβω -μιλούσε απειλητικά ο Κοστογκλότωφ- αν μετά τη
θεραπεία δε θα μπορώ...ξέρετε... με τις γυναίκες... Ή μόνο για λίγο καιρό; Θα
λιγοστέψουν αυτές οι ορμόνες πού μού δίνουν; Ή θα μείνουν για πάντα; Ή μήπως σε
λίγο καιρό να εξουδετερώσουν αυτή την ορμονοθεραπεία με αντίθετες ενέσεις;
-Αυτό όχι, δε
θα σας το συμβούλευα. Δε γίνεται...
ΟΛέων
Λεονίντοβιτς κοίταζε αυτόν τον άρρωστο με τα ανακατωμένα μαλλιά, αλλά πρόσεχε
μάλλον την ενδιαφέρουσα ουλή του. Θυμόταν τη χαράκια, όταν τον κουβαλούσαν στο
χειρουργείο.
-Γιατί, όμως;
συνέχισε. Δεν καταλαβαίνω.
-Πώς δεν
καταλαβαίνετε; Ο Κοστογκλότωφ δεν έβλεπε τί δε θα μπορούσε να καταλάβει. Ή
μήπως αυτός ο πρακτικός άνθρωπος, πιστός στην ιατρική τάξη, προσπαθούσε να τον
σπρώξει στην αυταπάρνηση; Δεν καταλαβαίνετε;
Τα δύο λεφτά
είχαν περάσει και αυτό έβγαινε απ' τα πλαίσια των κανονικών σχέσεων μεταξύ
γιατρού και ασθενών. Ο Λέων Λεονίντοβιτς όμως, με το αγαθό ύφος πού άμεσα
πρόσεξε και εκτίμησε ο Κοστογκλότωφ, είπε ξάφνου χαμηλόφωνα και φιλικά:
-Ακούστε,
οπωσδήποτε δεν είναι μόνο το κρεβάτι η καλή πλευρά της ζωής... Τα ‘χουμε
ξεπεράσει... Εμποδίζει μόνο την ασχολία με σοβαρά πράγματα.
Αυτά όλα τα ‘λεγε
με τέλεια ειλικρίνεια, αλλά και λίγο βαριεστημένα. Θυμόταν ότι στη σοβαρότερη
στιγμή της ζωής του, η απαραίτητη συγκέντρωση του ’λειψε, εξ' αιτίας ακριβώς
αυτής της απώλειας ενεργείας.
...
-Τί κάνετε;
-Ήμουνα
διευθυντής τού ιατρικού κέντρου.
-Μπα! Μπα! Ήταν
το ίδιο με τη κ. Ντουμπίνσκαγια: κύριος ζωής και θανάτου. (Εκείνη, όμως, δε θα
προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. Κι αυτός άλλωστε δεν κράτησε).
-Δηλαδή,
τελειώσατε τις σπουδές σας πριν από τον πόλεμο, ρώτησε επίμονα ο Κοστογκλότωφ.
Όχι επειδή ήθελε να ξέρει, αλλά επειδή έτσι είχε συνηθίσει: ώσπου ν'
ανοιγοκλείσεις τα μάτια, να ’χεις γενική ιδέα της ζωής του άλλου. - Από ποιά
χρόνια ήσαστε;
-Όχι, μετά το
τέταρτο έτος έφυγα εθελοντής, σα γιατρός, είπε ο Λέων Λεονίντοβιτς και
παρατώντας στη μέση εκείνο πού έγραφε, σηκωθήκαμε, πλησίασε τον Όλεγκ μ'
ενδιαφέρον και ψηλάφησε την ουλή του. - Κι αυτό, από κει το ’χετε;
-Μμμμ.
-Καλή
δουλεία... Πολύ καλή. Κρατούμενος γιατρός τόφτιαξε;
-Μμμμ.
-Δεν θυμάστε τ'
όνομα τού; Ο Κοριακώφ δέν ήταν;
-Δεν ξέρω,
ήμουνα φυλακή. Τον Κοριακώφ γιατί τόν συλλάμβανε; είπε ο Όλεγκ, προσπαθώντας να
πάρει μίαν ιδέα για τον Κοριακώφ.
-Επειδή ο
πατέρας του ήταν συνταγματάρχης του τσάρου.
Εκείνη τη
στιγμή, μπήκε η νοσοκόμα με τα γιαπωνέζικα μάτια και τη λευκή κορώνα, και
φώναξε τον Λέοντα Λεονίντοβιτς στο θάλαμο επιδέσμων.
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Κάτι σαν να τον
πίεζε. Δεν ήταν όμως οδυνηρό. Μάλλον χαρά του προξενούσε. Ήξερε ακριβώς και σε
ποίο σημείο του σώματος βρισκόταν: μπροστά, μέσα στο στήθος. Απλωνόταν, όπως ο
ζεστός αέρας τον πίεζε ευχάριστα. Το άκουγε μέσα του. Μα δεν ήταν πάλι απ'
εκείνους τούς ήχους πού διακρίνει το αυτί.
...
Ο Χουλουμπίν
έσφιξε τα χείλη τού, όπως όταν μασάνε κι έγνεψε πάλι καταφατικά.
Για μία στιγμή
σώπασαν.
-Όπως κι αν το
κάνεις, υπάρχει καρκίνος και καρκίνος, δήλωσε ο Χουλουμπίν, με τα
μάτια στυλωμένα ίσια μπροστά τού, χωρίς να κοιτάζει τον Όλεγκ. Υπάρχει κι ο
καρκίνος των καρκίνων. Όσο άσχημο κι αν είναι, υπάρχει πάντα το χειρότερο. Η
περίπτωση μου είναι τέτοια πού δεν μπορώ ούτε και να την κουβεντιάσω με τούς
άλλους, να πάρω τη συμβουλή τους.
-Δε βαριέστε,
τέτοια είναι κι η δική μου περίπτωση!
-Όχι, όχι, ότι
κι αν πείτε, η δική μου είναι χειρότερη. Η αρρώστια μου έχει κάτι το ιδιαίτερο
εξευτελιστικό. Και το χειρότερο είναι τα μετέπειτα. Αν ζήσω -κι υπάρχει βέβαια
αυτό το μεγάλο>>; αν>> - θα είναι δυσάρεστο στον άλλο να κάθεται δίπλα
μου, να όπως εσείς τώρα. Ο καθένας θα κοίταζε ν' απομακρυνθεί. Κι αν κανείς καθίσει
πιο κοντά, τότε θα είμαι εγώ, οπωσδήποτε, πού θα ‘ρχίζω να σκέφτομαι: Δεν το
αντέχει ο άνθρωπος, θα του ‘ρχεται να με διαλοστείλει. Αυτό σημαίνει, μ' άλλα
λόγια, πώς από συντροφιά πια, τέλος.
Ο Κοστογκλότωφ
τό αναλογίστηκε και ένα σφύριγμα πέρασε ανάμεσα απ' τα σφιγμένα δόντια του.
-Είναι πάντα
δύσκολα να βρεις για ποίον είναι κάτι πιο βαρύ και για ποίον είναι λιγότερο.
Είναι πιο δύσκολο κι απ' τον ανταγωνισμό στην επιτυχία. Ο καθένας νομίζει ότι ο
δικός του πόνος είναι μεγαλύτερος. Να, εγώ μπορώ να σάς πω ότι η ζωή μου ήταν
απ' τις πιο δυστυχισμένες. Αλλά, και πάλι, τί ξέρω; Μπορεί η δική σας να ήταν
πολύ χειρότερη. Πώς να το πω όταν δεν γνωρίζω;
-Και μη το
ξαναπείτε, γιατί μπορεί να ‘χετε λάθος. (Ο Χουλουμπίν είχε γυρίσει το κεφάλι
τού και κοίταζε τον Όλεγκ από κοντά, μ' εκείνα τα στρογγυλά του μάτια, τα τόσα
εκφραστικά). Η πιο σκληρή ζωή δεν είναι των ανθρώπων πού αντιμετωπίζουν τη
θάλασσα, πού δουλεύουν κάτω απ' τη Γή, ή πού ψάχνουν για νερό, την ώρα πού βγαίνε
απ' το σπίτι του, κουτράει πάνω στο περβάζι της πόρτας, γιατί είναι πολύ
χαμηλό... Εσείς πάλι, έ, όπως κατάλαβα, πήγατε στον πόλεμο κι έπειτα στη φυλακή,
δεν είν' έτσι;
-Χωρίς να λογαριάσουμε
ότι δεν μπόρεσα να σπουδάσω, ότι δεν μπόρεσα να γίνω αξιωματικός. Χωρίς να
λογαριάσουμε ότι είμαι ένας επ' αόριστον εξόριστος. Ο Όλεγκ τ' αποτίμησε όλα
αυτά χωρίς να υψώσει τη φωνή, με ύφος σκεφτικό. Χωρίς να λογαριάσουμε τον
καρκίνο...
-Καλά, όσο για τον
καρκίνο, είμαστε πάτσι. Αλλά για τ' άλλα, παλληκάρι μου...
-Παλληκάρι; Θ'
αστειεύεστε! Θέλετε να πείτε ότι ζω ακόμη. Ότι δεν με ξέκαναν;
-...Για τ'
άλλα, θέλω να σάς πω αυτό: Εσείς, όπως και να ‘ναι, έχετε πει λιγότερα ψέματα,
καταλαβαίνετε; Σκύψατε λιγότερο το κεφάλι. Αυτό είναι κάτι! Εσάς, σάς πιάνενε.
Εμάς, μας ξεσήκωσαν στις συγκεντρώσεις, για να σας χτυπήσουμε. Εσάς, σάς
τιμωρούσαν, εμάς μας ανάγκαζαν να επικροτούμε, όρθιοι, τις δικαστικές
αποφάσεις. Τί λέω, να το επικροτούμε! Θυμάστε τί έγραφαν οι εφημερίδες>> Σαν
ένας άνθρωπος, όλος ο σοβιετικός λαός ξεσηκώθηκε, όταν πληροφορήθηκε τ'
αποτελέσματα αυτής της ανήκουστης κακοήθειας... >>. Μοναχά αυτή η φράση >>σαν
ένας άνθρωπος>>, αντιλαμβάνεστε τί συμβαίνει; Είμαστε όλοι διαφορετικοί, και
ξαφνικά >>σαν ένας άνθρωπος>>. Κι εμείς έπρεπε να χειροκροτούμε, να
σηκώνουμε το χεράκι μας όσο γίνεται πιο ψηλά, για να μας δουν οι διπλανοί μας και
το Προεδριών. Και πέστε μού, ποίος δεν αγαπά τη ζωούλα του; Ποίος σηκώθηκε να
σας υπερασπιστεί; Ποίος διαμαρτυρήθηκε; Υπάρχει κάποιος Ντίμα Ολίτσκι. Αυτός
έκανε απλώς αποχή. Δεν ήταν κατά, σκεφθείτε το! Έκανε αποχή τη στιγμή που
ψήφιζαν. >>Νά εξηγηθεί, φώναζαν οι άλλοι, να εξηγηθεί>>. Σηκώνεται
τότε, κομπιάζοντας: >>Νομίζω πώς δώδεκα χρόνια μετά την επανάσταση, θα
έπρεπε να βρούμε άλλα μέσα για ‘να χτυπήσουμε...>>. >>Ά! τον
προδότη! Τον πουλημένο! Τον χαφιέ..>>. Και την άλλη μέρα το πρωί μία
κλήση από την Γκεπεού. Και επ' αόριστον...
Και ο Χουλουμίν
έκανε εκείνη τη παράξενη κίνηση του κεφαλιού πού συνοδεύεται από μία κυκλική στροφή
του λαιμού. Έτσι, καθισμένος σ’ αυτό το στενό πάρκο, κρατώντας ισορροπία πάνω στα
μπούτια του, έμοιαζε σαν μεγάλο πουλί που σαλεύει, καθώς κλωσά τ' αυγά του.
Ο Κλοστοκλότωφ
προσπαθούσε να μη φανερώσει την ικανοποίηση του για τα όσα λέχτηκαν.
-Αλέξη
Φιλίπποβιτς, όλα εξάρτιονται από το λαχνό πού τράβηξες, Εσείς, στη θέση μας, θα
είσαστε ένας από τούς μάρτυρες, όπως εμείς. Κι εμείς πάλι στη θέση σας, θα
ήμασταν σαν κι εσάς οπορτουνιστές. Αλλά να, τί συμβαίνει: Εκείνοι πού
δυσανασχετούσαν, ήταν άνθρωποι όπως εσείς, πού καταλάβαιναν, πού είχαν
καταλάβει από νωρίς. Αλλά για εκείνους πού πίστευαν, όλα ήσαν πολύ εύκολα. Για
κείνους, τα λερωμένα χέρια τους, δεν ήταν λερωμένα, αφού δεν το κατάλαβαν!
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Κάτι σαν να τον
πίεζε. Δεν ήταν όμως οδυνηρό. Μάλλον χαρά του προξενούσε. Ήξερε ακριβώς και σε
ποιό σημείο του σώματος βρισκόταν: μπροστά, μέσα στο στήθος. Απλωνόταν, όπως ο
ζεστός αέρας, τον πίεζε ευχάριστα. Το άκουγε μέσα του. Μα δεν ήταν πάλι: απ'
αυτούς τούς ήχους πού διακρίνει το αυτί.
Ήταν ένα άλλο
συναίσθημα, διαφορετικό απ' εκείνο πού, πριν από λίγες εβδομάδες, τον έσπρωχνε
κάθε βράδυ κοντά στη Ζωή-εκείνο πάλι δε φώλιαζε στο στήθος.
...
Η Νταντσόβα
κούνησε το κεφάλι της. Δεν το έκανε ούτε από ταπεινοφροσύνη, ούτε από σύγχυση,
αλλά απλώς γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα απ' ότι της έλεγε αυτός ο άνθρωπος.
Εκείνη ήξερε τί τον περίμενε: η εμφάνιση κι άλλων όγκων σε διάφορα γάγγλια. Κι
ανάλογα με την πορεία αυτής της εξέλιξης, θα συμπέραιναν αν θα ζούσε
περισσότερο καπό ένα χρόνο.
Το ίδιο θα
πάθαινε κι αυτή εξ' άλλου.
Τον ψηλαφούσε
λοιπόν δυνατά, η Γκάγκαρτ κι αυτή, κάτω απ' τις μασχάλες και σ' 'όλα τα μέρη
πού βρισκόντουσαν κοντά σε κλειδώσεις. Ο Ρουσάνωφ έτρεμε, τόσο δυνατά τον
πίεζαν.
-Μα δεν έχω
τίποτα εκεί, τούς φώναζε. Τώρα έβλεπε καθαρά ότι ήθελαν να τον τρομοκρατήσουν
μ' αυτή την αρρώστια. Αλλά εκείνος είχε κουράγιο, και τον είδαν πόσο πολύ
άντεξε.
-Τόσο το
καλύτερο, αν δεν έχετε τίποτα. Αλλά πρέπει να προσέχουμε πολύ σύντροφε
Ρουσάνωφ.
...