Η επιλογή μας...

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν!

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν ! Ο Λένιν επιστρέφει παράνομα στη Ρωσσία τον Οκτώβριο του 1917. Κομμουνισμοό!Γενοκτονία και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος, Κολλεκτιβοποίηση, Πείνα, φρίκη,Τρομοκρατία,Καταστολή,Εμφύλιος Πόλεμος, Μίσος, φθόνος, βία,Ταξική Πάλη,Κανιβαλισμός, Ομοιομορφία, Εξισωτισμός, Αποκτήνωση, Δικτατορία, ιδεολογικός Ολοκληρωτισμὀς, Εθνοκάθαρσεις,  Κὀμμα-Θεός-Θρησκεία-Λατρεία-, Ιερατείο-Α ρχηγός , Μιλιταρισμός, εφεύρεση του εσωτερικού και εξωτερικού Εχθρού, Αμοραλισμός, Κυνισμός, μαχητικός Αθεϊσμός, Ρατσισμός, Αντ ισημιτισμός, κρετινισμός, βλακεία, ηλιθιότητα, Παράλογο, Αστυνομικό Κράτος, Μυστική Αστυνομία, παρακολουθήσεις, χαφιεδισμός, καταδότες, προδότες και προδοσίες κατάργηση του Προσώπου,του Ατόμου,της Ιδιωτικής ζωής,της Ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της Αυτενέργειας, της Ελεύθερης Οικονομίας, Ποινική και Ψυχιατρική Καταστολή των Διαφωνούντων με την Αλήθεια της Μαρξιστικής Ιδεολογίας ως εγκληματιών και ψυχασθενών, νέα Γλώσσα,κατασκευή ενός νέου Υπερανθρώπου του Ταξικά Καθ...

Κνουτ Χάμσουν-Η ΠΕΙΝΑ

Κνουτ Χαμσούν

(4 Αυγούστου 1859 - 19 Φεβρουαρίου 1952)
Η ΠΕΙΝΑ


Ήτανε τον καιρό που πεινασμένος παράδερνα στη Χριστιάνια. Πλαγιασμένος ψηλά στη σοφίτα μου, ακούω κάποιο ρολόι να χτύπα έξη φορές· ξημέρωνε πια· και στις σκάλες είχανε αρχίσει ν' ακούγονται τα σούρτα - φέρτα.

Ευθύς μόλις άνοιξα τα μάτια μου, άρχισα από παλιά μου συνήθεια να συλλογιέμαι αν ήτανε τίποτα πού να με κάνη να' μαι χαρούμενος σήμερα. Τα πράγματα μου 'χαν έρθει λιγάκι ανάποδα τον τελευταίο καιρό· ένα - ένα, ότι πραγματάκια είχα , είχανε κουβαληθεί στου <<μπάρμπα>>· ήμουν καταντημένος νευρικός και μυγιάγγιχτος, μάλιστα δύο τρείς φορές είχα αναγκαστεί να μείνω όλη μέρα πλαγιασμένος από τις ζαλάδες. Πότε--πότε, άμα η τύχη μου τα' φέρνε αδέξια, κατάφερνα να εισπράττω από τη μια ή την άλλη εφημερίδα ένα τάλιρο για καμιά μου επιφυλλίδα.

Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Η θέα που είχα μπροστά μου ήτανε ένα σκοινί για άπλωμα ρούχων και ένα κομμάτι χέρσος τόπος· πέρα, μακριά, φαινότανε το χάλασμα ενός γύφτικο πού είχε και τώρα κοντά από πυρκαγιά· κάμποσοι εργάτες σκαλίζανε στ' αποκαΐδια. Ακούμπησα και κοίταξα ψηλά. Έδειχνε πώς θα κάνη ωραία μέρα. Ήμασταν καιρό του φθινόπωρου, την εποχή αυτή π' αρχίζει να δροσίζει, πού κάθε τί αλλάζει χρώμα, πεθαίνει.


Σηκωθήκαμε απ' το παράθυρο, ντύθηκα, έβαλα όπως πάντα χαρτί και μολύβι στη τσέπη μου και βγήκα. Τράβηξα για τον δημόσιο κήπο, βρήκα  ένα παγκάκι και άρχισα να σκέπτομαι το νέο άρθρο πού θα έγραφα για την εφημερίδα.

Ήτανε τρείς η ώρα. Άρχισα πια να υποφέρω αβάσταχτα από την πείνα, με πιάνανε ανακατωμάρες, πού τραβιόμουνα κρυφά σε καμία γωνία και ξερνούσα. Τράβηξα σα χαμένος κάτω, κατά το οικονομικό συσσίτιο, διάβασα απόξω στην είσοδο τη λίστα και κούνησα επιδείχτηκα τούς ώμους μου· δεν τρεφόμουνα εγώ με πάστες και με λαρδί· από κει έφυγα και τράβηξα κάτω στην πλατεία του σιδηροδρόμου.

Μία αλλόκοτη ζαλάδα μ' έπιασε ξαφνικά· εξακολούθησα να προχωρώ, μη θέλοντας να δώσω προσοχή σε τούτο, μα ολοένα και χειροτέρευα, ώσπου στο τέλος αναγκάστηκα να κάτσω σε κάτι σκαλοπάτια. Ο εαυτός μου πάθαινε κάποια μεταμόρφωση, κάποιος ιστός στο μυαλό μου είχε κοπεί, είχα τις αισθήσεις μου. Αισθανόμουν πώς το αφτί μου μ' ενοχλούσε. Όταν περνούσε κανένα πρόσωπο πού να είχα σχέση κάποτε, το αναγνώριζε αμέσως, σηκωνόμουν και χαιρετούσα.

Τί νέο βάσανο λοιπόν ερχότανε να προστεθεί στις τόσες μου δυστυχίες; Μην είχα αρρωστήσει πού κοιμήθηκα στο υγρό χώμα; Ά, όχι, αυτή δεν ήτανε ζωή· μα τα άγια πάθη τού Χριστού, δε μπορούσα να καταλάβω τί είχα κάνει για να τα τραβάω όλα τούτα. Και μού 'ρθε ξαφνικά στο μυαλό ν' αλλάξω κι' εγώ αμέσως διαγωγή, να γίνω λωποδύτης, να πάω στου <<μπάρμπα>>, στο ενεχυροδανειστήριο, την ξένη κουβέρτα να σηκώσω λεφτά. Θα την έβανα ενέχυρο για μία κορώνα και θα 'χα να πληρώσω τρία άλλα γεύματα· έτσι θα περνούσε ως πού να οικονομιότανε τα πράγματα. Τί όμορφη ιστορία πού θα σκάρωνα τού Χάνς Πάουλι! Τραβούσα πια ίσια κατά το ενεχυροδανειστήριο, προχωρούσα βιαστικά, μα στην πόρτα δίσταξα, κούνησα το κεφάλι και πισωγύρισα.

Όσο απομακρυνόμουνα, τόσο χαιρόμουν πού δεν είχα υποχωρήσει στον πειρασμό. Το αίσθημα της εντιμότητας μου μ' έκανε να πλημμυρώ από περηφάνια, απολάβαινα γλυκύτατη χαρά πού ήμουνα χαρακτήρας, πού ήμουνα ένας λευκός φάρος στη μέση μίας λασπένιας θάλασσας ανθρώπων, μίας θάλασσας πού δεν αρμενίζανε παρά ναυάγια. Να μεταχειριστείς τα αγαθά τού πλησίον σου για ένα δείπνο, είναι σα να υπογράφεις την καταδίκη του ίδιου του εαυτού σου, σα να σημαδεύεις την ψυχή σου με πυρακτωμένο σίδερο και να προσάπτεις το πρώτο στίγμα στην εντιμότητά σου· γίνεσαι κλέφτης και καταδικάζεσαι στο να μην τολμάς πια να κοιτάς τον εαυτό σου χωρίς να χαμηλώνεις τα μάτια. -Ποτέ! Ποτέ! Δεν τα΄χα σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά, δεν ήταν παρά έτσι μία τυχαία σκέψη· δεν είναι βέβαια κανένας υπεύθυνος για κάποιες του φευγαλέες και διαβατάρικες ιδέες, πού τού 'ρχονται στο μυαλό όταν υποφέρει από τρομερό πονοκέφαλο και ξεθεώνεται κουβαλώντας μία ξένη κουβέρτα.

Αν μπορούσα να εξοικονομήσω μισή κορώνα, ν' αγοράσω κανένα ψωμάκι! Ξαφνικά, σκέφτηκα τα μπιλιέτα του κουρείου μου. Ψάχτηκα, τα βρήκα. Ήταν έξη. Έβγαλα και τη γραβάτα του, ένα πελώριο φιόγκο, την ξεσκόνισα και δίπλωσα τη φτωχή μου περιουσία σ' ένα χαρτί.

Το ρολόι της Δημαρχίας ήτανε στις εφτά. Τράβηξα στο καφενείο κι' άρχισα να κόβω βόλτες πέρα-δώθε μπροστά στα κάγκελα, στο κηπάκι του, έχοντας τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα, σε καθένα πού μπαινόβγαινε. Κατά τις οχτώ, επιτέλους, τον είδα ν' ανηφορίζει προς τα πάνω· ήτανε νέος, δροσερός και κομψός. Η καρδία μου τινάχτηκε σα σπουργίτι μέσα στο στήθος μου μόλις τον είδα, και χύθηκα μπροστά του χωρίς να χαιρετήσω:
- Μισή κορώνα, παλιέ μου φίλε! του είπα κάνοντας κουράγιο. Να πάρτε αυτά που σάς δίνω· αξίζουνε το λιγότερο μισή κορώνα! και του 'βαλε στο χέρι το πακετάκι μου.
- Δεν έχω! είπε, μα το θεό δεν έχω.
Έβγαλε το πόρτμαναί του και το άνοιξε μπρός τα μάτια του.
- Χτές βράδυ ξενύχτησα και γύρισα σπίτι χωρίς πεντάρα τσακιστή.
Πίστεψε με, δεν έχω.
- Καλά, φίλε δεν πειράζει.

Τον πίστεψα, δεν είχε λόγο να μού πει ψέματα, το ποσόν ήτανε τόσο αστείο· μου φαινόταν μάλιστα, πώς τα μάτια του είχανε βουρκώσει καθώς έψαχνε τις τσέπες του.
- Συχώρεσε με, του είπα κάνοντας πίσω, είμαι λιγάκι στενοχωρημένος αυτές τις μέρες.
Ήμουνα πια μακριά, όταν με ξαναφώναξε δείχνοντάς μου το πακέτο.
- Κράτησε το! Κρατήστε το! Τού αποκρίθηκα εγώ· επίτρεψε μου να σα το προσφέρω. Και μικροπράματα χωρίς σπουδαία αξία, ένα τίποτα· ότι πάνω κάτω έχω επί της Γής.

Τα λόγια μού αντήχησαν τόσο απελπισμένα μέσα στο σούρουπο, πού μού σφίχτηκε η καρδία και τα μάτια μου βούρκωσαν.

Ο αέρας δρόσιζε· στον ουρανό τα σύννεφα πετούσαν, τρέχανε σαν παλαβά· το κρύο, όσο προχωρούσε η νύχτα γινότανε αισθητότερο. Κατέβαινα το δρόμο κλαίοντας ολοένα από οίκτο για τον ίδιο τον εαυτό μου, και κάθε τόσο έλεγα κανένα λόγο, έβγαινα κανένα ξεφωνητό, πού μού ξανάφερνε πάλι τά δάκρυα άμα κάνανε να πάψουν: Α, μεγαλοδύναμε, πόσο πονώ! Ά, μεγαλοδύναμε, πόσο πονώ!

Τη νύχτα φτάνοντας στο σπίτι μού, βρήκα ένα γράμμα για μένα. Φαντάστηκα ότι ήταν τελεσίγραφο απ' τη σπιτονοικοκυρά μου, ν' αδειάσω το δωμάτιο. Όμως, όχι! Ήταν απ' το αρχισυντάκτη. Η επιφυλλίδα μου είχε γίνει δεκτή και μού την πλήρωναν δέκα ολόκληρες κορώνες!...

Πέρασαν μερικές βδομάδες. Τα λεφτά σώθηκαν γρήγορα και ήμουνα πάλι νηστικός εδώ και τρείς μέρες. Έφυγα απ' το σπίτι όπου έμενα και περνούσα τις νύχτες μου στα παγκάκια του κήπου. Κάποιο βράδυ, ένας αστυφύλακας μου έδωσε μία καταπληκτική ιδέα: Να κοιμηθώ στη φυλακή. Πήγα με ύψος, έδωσε ψεύτικο όνομα, είπα πώς είμαι δημοσιογράφος και μού έδωσαν ένα κελί. Όλη νύχτα όμως δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Το πηχτό, απόλυτο σκοτάδι μου πλάκωνε το στήθος. Τα νεύρα μου κόντευαν να σπάσουν... Το πρωί, με ξύπνησαν και με οδήγησαν στον αξιωματικό της υπηρεσίας.

Μπήκα σε μία μεγάλη σάλα, όπου καμία σαρανταριά πρόσωπα στέκονταν στη γραμμή, όλοι άστεγοι. Ένας υπάλληλος τούς φώναζε έναν-ένα με τη σειρά, και καθένας έπαιρνε από ένα δελτίο για φαί.

Ο αξιωματικός έλεγε διαρκώς τού χωροφύλακα πού στεκότανε δίπλα του: 
-Πήρε δελτίο; Μην ξεχνάτε να δίνετε ολονώνε. Είναι φανερό, πώς έχουν απόλυτη ανάγκη από τροφή.

Στεκόμουνα και κοίταζα εκείνα τα δελτία, κι' ευχόμουν να μού δώσουν κι' εμένα ένα.
-Αντρέας Τάγκεν, δημοσιογράφος!
Προχώρησα μπροστά και υποκλίθηκα.
-Πώς βρεθήκατε σεις εδώ, αγαπητέ κύριε;


Του σερβίρισα τα παραμύθια πού είχα διηγηθεί το περασμένο βράδυ στο συνάδελφο του. Του είπα ψέματα αδίσταχτα, με ζηλευτό θράσος. Είχα αργήσει λίγο έξω… σε κάποιο καμπαρέ... έχασα το κλειδί της πόρτας μου...
-Ά!   έτσι!   είπε   χαμογελώντας.   Κοιμηθήκατε   καλά,   τουλάχιστον;
Σαν υπουργός,  σαν  υπουργός,  αποκρίθηκα.
Χαίρω. Καλημέρα σας.   Σηκώθηκε  κι'  υποκλίθηκε.
Κι'  έφυγα.

Ένα δελτίο, Ένα δελτίο και μένα! Είναι παραπάνω από τρία κοτζάμου μερόνυχτα που δεν έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου "Ένα ψωμί! Δε μου πρόσφεραν όμως δελτίο και για να μην τους κάνω να υποψιαστούν τίποτα, δεν κοιτούσα να ζητήσω. "Ήταν καλοί να διατάξουνε ανακρίσεις και να ανακαλύψουνε ποίος είμαι. "Ήταν δυνατό να με πιάσουν και να με βάλουνε μέσα, πώς είπα' ψέματα. Με το κεφάλι ψηλά, σαν κανένας εκατομμυριούχος με το χέρι χωμένο στο κούμπωμα του σακακιού, βγήκα άπ'  το κτίριο μ' όλη τη μεγαλοπρέπεια.

Πέρασαν μερικές μέρες. Προσπάθησα να πουλήσω τα γυαλιά μου και τα κουμπιά του σακακιού μου, κανένας όμως δεν τα δεχόταν. Ζήτησα δανεικά από παλιούς φίλους, κι' απέτυχα. Ή πείνα ήταν πια ή μοναδική συντροφιά μου. Στον δρόμο, οι άνθρωποι, κοιτούσαν το πρόσωπο μου και αποτραβιόνταν μ' αποτροπιασμό.
Μα ξαναστάθηκα πάλι. Έπρεπε να ήμουν αφάνταστα, μα αφάνταστα αδύνατος. Και τα μάτια μου, είχαν αρχίσει να χώνονται στα βάθη του κρανίο». Τί όψη να 'χα αλήθεια; Μα να πάρει ο διάβολος, φίλε μου, να πάρει, όχι να παραμορφώνεται κανένας ζωντανός από την πείνα!
Ένοιωσα μιαν ακόμα φορά οργή και θυμό, τελευταίες αναλαμπές του είναι μου, ένα σπασμό! Θεέ μου φίλαγε, τί μούτρα! Πως; Εγώ ήμουνα λοιπόν αυτός, πού σαν το κεφάλι μου δεν έβρισκες δεύτερο στη χώρα, πού είχα δύο γροθιές, οι όποιες, ο θεός να μου ρίξει κακό, αν δεν ήτανε καλές να κάνουνε λάσπη δύο χαμάληδες του λιμανιού; Κι' ορίστε, να, παραμορφωνόμουν από την πείνα καταμεσής στην πόλη της Χριστιάνιας.
Μπορούσε να δώσει κανένας εξήγηση; Δούλεψα μεσονυχτίς σα γαϊδούρι άξέζεφτο, διάβασα τόσο πού να πεταχτούνε όξω από τις τρύπες τους τα μάτια μου, πείνασα τόσο, πού να μου σηκωθεί το μυαλό διάολο είχα κερδίσει άπ' όλα τούτα; "Ως κι' αυτές Ακόμα οι κοπέλες του δρόμου, παρακαλούσανε το θεό να τις απαλλάξει από τη θέα μου. Μα τώρα τελείωσε, —καταλαβαίνεις; —πρέπει να τελείωση, ό διάολος να σήκωνε!... Τρίζοντας τα δόντια στην ιδέα της αδυναμίας μου, κλαίγοντας από λύσσα, εξακολουθούσα να βλαστημάω, να κάνω χειρονομίες, χωρίς καθόλου να με μέλλει τί θα 'λεγε ο κόσμος. Ήθελα να πονώ, να πονώ όσο το δυνατό περισσότερο. Ανακάλυπτα βασανιστήρια, ριχνόμουνα με το κεφάλι στις στήλες του τραμ, κομμάτιαζα με τα νύχια τα χέρια μου μέσα στο σκοτισμένο θυμό μου, όταν μου περνούσε ιδέα πώς δε μιλούσα- καθαρά, δάγκανα τη γλώσσα μου, κι' έσκαζα στα γέλια κάθε φορά πού κατάφερνα να πονέσω...

Ναι, μα τί  να κάνω,  κύριε μου;  φώναξα, στον εαυτό μου.  Τί να χάνω;
Νόμιζα ότι είχε έρθει το τέλος μου, όταν, τελείως αναπάντεχα, ένας παλιός γνώριμος, φτωχός κι αυτός, μου έδωσε μερικές κορώνες. Ακολούθησε μία βδομάδα καλοπέρασης και χαράς;. Έτρωγα όλες τις μέρες, το θάρρος μου μεγάλωνε κι' έγραφα αδιάκοπα. Εκείνες τις μέρες, μού συνέβη μία παράξενη περιπέτεια: Κάθε βράδυ, κατά τις οκτώ, πού έβγαινα για να κάνω τον περίπατο μου, συναντούσα στην πόρτα μου μία μαυροφόρα πού με παρακολουθούσε με το βλέμμα. Το άρρωστο μυαλά μου μπήκε σε κίνηση και μού ήρθε ή ιδέα, ότι αυτή ή γυναίκα ερχόταν για μένα εκεί κάτω. Πώς να την πλησιάσω, όμως, μ' άδειες τσέπες; Τότε, ακριβώς, έγινε ή ιστορία τού μπακάλικου: Πήγα να ψωνίσω βερεσέ ένα σπαρματσέτο και ό μπακάλης, νομίζοντας ότι τον είχα πληρώσει, μού έδωσε ρέστα από πέντε κορώνες! Δεν άντεξα να μην τα πάρω. Τρέμοντας από ταραχή, έφυγα και μπήκα σε μία ταβέρνα να φάω. Παράγγειλα ένα μπιφτέκι κι άρχισα να κατεβάζω ολόκληρα κομμάτια αμάσητα, ξεσκίζοντας το κρέας σαν ανθρωποφάγος.

Μόλις τελείωσα, βρέθηκα στην πόρτα· αναγούλιαζα κιόλας. Ή σερβιτόρα σηκώθηκε. Φοβήθηκα να σταθώ κοντά στο φώς, μη δη τα χάλια πού είχα και καταλάβει την αθλιότητα μου. Είπα βιαστικά καληνύχτα, υποκλίθηκα κι' έφυγα.

Το φαί άρχιζε την ενέργεια του μ' έκανε να υποφέρω τρομερά και καταλάβαινα πώς δε θα κατάφερνα να το κρατήσω πολλήν ώρα. Σε κάθε σκοτεινή γωνιά πού έβρισκα μπροστά μου, σίμωνα κι' έφτυνα τα νερά πού πλημυρίζανε το στόμα μου, αγωνιζόμουν ν' αποφύγω την ακατανίκητη διάθεση που είχα για εμετό έσφιγγα τις γροθιές, αντιπάλευα, όσο μπορούσα, χτύπαγα τα πόδια μου στο χώμα, και ξεροκατάπινα οργισμένος τ' αναγουλιάσματα πού μου 'ρχόνταν στο λαιμό. Μα ανώφελα! Στο τέλος πήδησα μέσα σε μία ξώπορτα κι καμπουριασμένος, με το κεφάλι χάμω και με τα μάτια τυφλωμένα από τα υγρά πού ανάβλυζαν,  ξέρασα.

Γυρίζοντας στα λημέρι μου, συνάντησα τη μαυροφόρα με βέλο. Αύτη τη φορά, την πλησίασα, έπιασα κουβέντα μαζί της και, τέλος, καταλήξαμε στο σπίτι της. Εκεί, μ' όλο πού μού δώσε θάρρος, όταν πήγα να την πάρω στην αγκαλιά μου, αποτραβήχτηκε με αηδία, με είπε τρελό και μου δώσε, να καταλάβω ότι έπρεπε να φύγω.

Φεύγω!   Φεύγω!   Δε  βλέπετε  πώς  έχω πιάσει   κιόλας  το  πόμολο; Χαίρετε,  χαίρετε  σάς  λέω!  θα μπορούσατε αξιόλογα να μού απαντήσει μία και  είμαι  έτοιμος  να φύγω —σάς  είπα  «χαίρετε»   δύο φορές... Δεν σας ζήτω  να σας ξανασυναντήσω, δε θέλω  να  γίνεστε δυστυχισμένη  εξ' αιτίας μου,  μα πέστε μου όμως,   γιατί δε μ' αφήσατε  ήσυχο  στη δυστυχία μου;  Τί σάς έκανα;  Σας έκανα τίποτα;   Δεν  είμαι εγώ εκείνος πού ήρθα  να  σάς  βρω!   Και  γιατί   ξαφνικά  να απομακρύνεστε  από  μένα,  να μ' αφήνετε, σα να μη μ' είχατε γνωρίσει ποτέ;  Μεγαλώσατε τη  δυστυχία μου, μ' έκάνατε τόσο δυστυχισμένο τώρα, όσο δεν ήμουνα ποτέ μου. Θεέ μου, κι' όμως δεν  είμαι  τρελός!  Ξέρετε πολύ καλά,  άμα θελήσετε να σκεφτείτε, πώς δεν είναι τίποτα πού να μου λείπει.  'Ελάτε τώρα, λοιπόν,  και δώστε μου  το χέρι ή αφήστε με έμενα να   'ρθω  κοντά σας. Θέλετε; Δε θα σάς κάνω τίποτα κακό, θα γονατίσω μοναχά μπροστά  : για μία στιγμή,  θα πέσω στα πόδια σας  μία στιγμή μοναχά: να έρθω; 

Όχι,  δεν,  δεν  το κάνω,   βλέπω πώς  τρομάζετε,  δε  θα το κάνω, δε το κάνω αυτό  σάς λέω,  τ' ακούτε;  θεέ μου,  γιατί φοβάστε τόσο; Μην τάχα δεν κάθομαι ήσυχος; Κουνιέμαι καθόλου;  Ήθελα να γονατίσω χαμό στο ταπέτο ένα λεπτό,  ίσα - ίσα εκεί δα,  σ'  αυτό το κόκκινο λουλούδι μπροστά στα πόδια σας.   Σεις όμως  τρομάξατε,   το  είδα -καλά μέσα μάτια σας πώς  τρομάξατε,  γι' αυτό δεν κούνησα από τη θέση μου. Δεν  έκανα  ούτε μισό  βήμα καθώς  σάς παρακαλούσα.   Ψέματα;  Στεκόμουν ακούνητος,  όπως   και  τώρα,  πού σάς  δείχνω το μέρος πού ήθελα  να γονατίσω, αυτό το  κόκκινο ρόδο, στο ταπέτο, μπροστά σας.  Ούτε καν το  δάχτυλο μου δε σηκώνω για να σας το δείξω,  ούτε κι'  αυτό  ακόμα δεν κάνω  για να μη  σάς φοβίσω,  μόνο το  κεφάλι  μου  κουνώ  και  κοιτάζω , έτσι,   τίποτ'   άλλο.   Και  καταλαβαίνετε  πολύ   καλά  για  πιο  ρόδο μιλώ όμως δε θέλετε  να μου επιτρέψετε να γονατίσω κει  χάμω.   Με φοβάστε και δεν τολμάτε  να σιμώσετε  κοντά  μου.  Δε  μπορώ  να  καταλάβω πώς το βαστάει ή  καρδιά σας  να με  λέτε  τρελό!   Όμως  δεν  το πιστεύτε πια αυτό, ψέματα; Μία φορά, το καλοκαίρι, έδώ και πολύ καιρό. ναι ήμουνα τρελός!   Εργαζόμουν πάρα πολύ και  ξεχνούσα πολλές φορές να φάω,  άμα  είχα  πολλά πράματα  να συλλογιστώ.   Αυτό  γινόταν σχεδόν  κάθε μέρα.  Θα  'πρεπε να το θυμόμουν πάντα μου- κι'  όμως το ξεχνούσα. Μα το όνομα του θεού, σας λέω την Αλήθεια! Και να με φτάσω να βγω ζωντανός απ' αυτό το δωμάτιο, αν σας είπα κανένα ψέμα. Το βλέπετε  και  σεις,  με  αδικείτε!   Δε βρισκόμουνα  σε  ανάγκη πού το 'κανα τούτο είχα πίστωση,  είχα μεγάλη πίστωση στην Τράπεζα, οι τσέπες μου ήτανε συχνά γεμάτες λεφτά, κι' όμως δεν ψώνιζα για να φάω. Ξεχνούσα!  Τ' Ακούτε;  Δε λέτε τίποτα, δεν αποκρίνεστε, δεν το καθόλου από τη σόμπα, μόνο στέκεστε και περιμένετε πότε θα φύγω..




Ήρθε βιαστικά κατά μένα κι'  άπλωσε το  χέρι.  Την κοίταζα γεμάτος δυσπιστία.   Φερνότανε   έτσι  χωρίς  υστεροβουλία ή  ήθελε  άπλα να με ξεφορτωθεί; Τύλιξε το μπράτσο της στο  λαιμό μου,   τα μάτια της ήτανε  δακρυσμένα.   Εγώ στεκόμουν  έτσι  και  την κοίταζα.  Μού  πρότεινε τα χείλη της δε μπορούσα να την πιστέψω.  Αυτό πού έκανε ήτανε χωρίς αμφιβολία μια θυσία, πού επέβαλλε στον εαυτό της, ένα μέσο για να ξεμπερδέψει  μαζί  μου.  Είπε  κάτι·  «κι'  όμως   σας  Αγαπώ» είπε.  Το είπε πολύ σιγαλά, με μια φωνή πού μόλις ακούστηκε. Μπορεί και να μ'  είχανε γελάσει τ' αφτιά μου. Κρεμάστηκε όμως ορμή στο λαιμό μου, κράτησε  και τα δύο της  χέρια  γύρο στο λαιμό μου για κάποιο λεπτό, μάλιστα  είχε σηκωθεί στις μύτες των σκαρπινιών της για να με φτάνει.


Είχα μέσα μου το φόβο πώς ανάγκαζε τον εαυτό της να μού δείχνει τούτη  την τρυφερότητα. .
Τί ωραία πού είστε τώρα! της είπα μοναχά. 
Άλλο τίποτα δεν της είπα. Τραβήχτηκα μόνο πίσω, έσπρωξα την πόρτα, και βγήκα πισωδρομώντας. Εκείνη απόμεινε  μέσα.

Στο μεταξύ, τα λεφτά του μπακάλικου βάραιναν την τσέπη μου, δεν μ' άφηναν σ' ησυχία. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πλησίασα, μια φτωχογυναίκα πού πουλούσε γλυκά και της τ' ακούμπησα όλα, ως την τελευταία πεντάρα, πάνω στην ταβλά της...

Άρχισε πάλι να με δέρνει ή πείνα. Απ' τον χασάπη ζήτησα ένα κόκκαλο με λίγο κρέας επάνω — για τον σκύλο μου, φυσικά! — χώθηκα σ' ένα στενό κι' άρχισα να τρώω.

Ήτανε Όλως διόλου άνοστο, έβγανε όμως μια βαρεία μυρουδιά από το μπαγιάτικο αίμα, που μου 'φερνε αναγούλα και ξέρασα στη στιγμή. Δοκίμασα πάλι μόνο να κατάφερνα να το κρατήσω μέσα μου, κι' αμέσως θα 'φερνε τα αποτελέσματα του. Το ζήτημα ήτανε να καταφέρω να κατακάτση μέσα μου. Μα ξανάξέρασα πάλι. Φουρκίστηκα, θύμωσα με το κρέας, ξέσκισα με τα δόντια μου ένα κομματάκι και το κατάπια με το ζόρι. Μα και πάλι δε βγήκε τίποτα μόλις φτάνανε στο στομάχι μου τα ξεφτίδια το κρέας, ανέβαιναν αμέσως πάλι στον καταπότι μου. 

Έσφιξα σαν παλαβός τη γροθιά μου, ξέσπασα σ' ένα απελπισμένο απ' την ανημποριά μου κλάμα, και δάγκωσα το κόκκαλο σαν τρελός- έκλαιγα τόσο, πού το κόκκαλο μουσκεύτηκα και βρωμίστηκε πια από τα δάκρυα, ξέρασα, βλαστήμησα και δάγκασα ξανά, κι' έκλαιγα έτσι, πού πήγαινε να μού φύγει ή καρδιά. Και ξερνούσα πίσω πάλι και καταριόμουν φωνάζοντας δυνατά, κι' έστελνα όλες τις δυνάμεις τού κόσμου στην αιώνια κόλαση.

Σιγαλιά. Ούτε ένας άνθρωπος γύρω, ούτε ένα φως, ούτε ένας θόρυβος. Είχα φτάσει στον πιο άγριο παροξυσμό. Αγκομαχούσα βαρεία κι' έκλαιγα, τρίζοντας τα δόντια μου κάθε φορά πού έβγαινα τα κομματάκια κείνα τού κρέας πού ίσως θα με θρέφανε λίγο αν τα κρατούσα μέσα μου. Σαν είδα πια πώς όσο κι' αν προσπαθούσα ήταν ανώφελο, έδωσα μια και σφεντόνισα το κόκκαλο πάνω στην πόρτα. Και τότε, μέσα σε μια τρικυμία μίσους, μέσα σε πέλαγο λύσσας, σήκωσα τα χέρια μου απειλητικά κατά τον ουρανό, τα δάχτυλα μου συσπασμένα σα νύχια άγριου γύπα, και με μια βραχνή και πνιγμένη φωνή, κραύγασα τό όνομα τού θεού φοβερίζοντας...

Σού το φωνάζω, ώ Άγιε Βάαλ τού ουρανού, δεν υφίστασαι δεν υπάρχεις! Μα κι' αν υπήρχες, θα σε καταριόμουν κι' οι άρες μου θα ήτανε τόσο τρομερές, πού οι ουρανοί σου θα κλονίζονταν! Προσφέρθηκα να σε υπηρετήσω, σού πρόσφερα την αφοσίωση μου και σύ μού την αρνήθηκες. Μ' απώθησες εσύ, σού γυρίζω κι' εγώ διά παντός τη ράχη, γιατί δεν ευσταθή ικανός να φτάσεις εγκαίρως. Σού το λέω: Ξέρω πώς μού μέλλεται να πεθάνω, όμως και πάλι θέλω να σε προσβάλω, εσένα, θεέ και Άπι τού ουρανού, θέλω να σε βρίσω, κι' ας αισθάνομαι το θάνατο εδώ, πίσω απ' τα δόντια μου. Στο λέω καθαρά: θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι υπηρέτης στην κόλαση, παρά λεύτερος στο βρωμοπαράδεισό σου. Δε δοκιμάζω παρά περιφρόνηση για το ουράνιο σου αχανές για αιώνιο καταφύγιο μου διάλεξα την άβυσσο όπου γκρεμίστηκαν οι δαίμονες, ό Ιούδας και οι Φαραώ! Ο ουρανός σου, παραδειγματισμένος από όλων των ειδών τούς ηλίθιους, από όλα τα νερουλά μυαλά, απ' όλους τούς πτωχούς το πνεύματι της επίγειας ζωής, με κάνει ν' αηδιάζω. Τον κατοίκησες από όλες τις ταπεινές πόρνες, πού αφού γλέντησαν καλά καλά και γνώρισαν όλες τις ηδονές τούτου τού κόσμου, πέσανε την τελευταία τους στιγμή σε κλαυθμό και λύγισαν το γόνατο μπροστά σου. Σού το λέω! Έκανες κατάχρηση της δύναμης σου απέναντι μου και δεν ήξερες, ώ Μηδέν πάνσοφο, ότι οσηδήποτε κι' αν ήταν ή δυστυχία μου, εγώ δε θα λύγιζα ποτέ. Σού το φωνάζω: πάσα στιγμή της ζωής μου, καθένα από τα κύτταρα τού είναι μου, θα ορθώνεται μπροστά σου για να σε λοιδορήσει, σένα ώ Παντελεήμων κάθαρμα, ακόμη κι' αν σε θα βρίσκεσαι στον έβδομο ουρανό. 

Σού το λέω εσένα, κι αν μπορούσα θα το φώναζα διάτορα, με μια κραυγή τρομερή, πάνω και πέρα απ' όλους τους κόσμους! θα ήθελα ακόμη να το φυτέψω μέσα στις ψυχές όλων των ανθρώπων, πού δε γεννηθήκανε ακόμα και πού θα δουν μια μέρα, τοδ ήλιου το φώς θα πιθυμούσα να το φυσήσω σε κάθε πέταλο λουλουδιού, σε κάθε φύλλο δέντρου, σε κάθε σταγόνα τού ωκεανού. Την ημέρα της τελευταίας κρίσεως θα σε βρίσω θα κραυγάζω, ως πού άπ' φωνές να πεταχτούν τα δόντια από τις σαγόνες μού, θα φτύσω όλο μου το σάλιο πάνω στην απέραντη αθλιότητα της θεότητας σου. Σού το λέω από σήμερα και πέρα σε απαρνιέμαι, αρνιέμαι τη φύση μου και τα φαινόμενά σου θα καταραστώ το μυαλό μου αν σε συλλογιστεί θα ξεσκίσω τα χείλια μου αν προφέρουνε τ' όνομά σου. Αν απαρχής, τα λόγια αυτά είναι τα τελευταία πού σού απευθύνω! Ζωντανός ή νεκρός, σου λέω χαίρε για πάντοτε, για τον αιώνα τον άπαντα. Τίποτ' άλλο δε σού λέω, σού γυρίζω τη ράχη μου και τραβώ το δρόμο μου μπρός… Σιγαλιά...

Την άλλη μέρα, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας με λυπήθηκε και μού δώσε δέκα κορώνες, σαν προκαταβολή για κάτι που θα ‘γραφα στο μέλλον. Γεμάτος χαρά, έπιασα δωμάτιο σε πανδοχείο. 

Γρήγορα τα χρήματα σώθηκαν και μόνον χάρη στην  ανεκτικότητα της σπιτονοικοκυράς μου και στην ελπίδα της, ότι κάποτε θα πληρωνόταν, έμενα ακόμα εκεί. Όχι  πια στο δωμάτιο μου, άλλα σ' ένα στρώμα, στην είσοδο. Μ' έδιωξαν, όμως κι  από κει και βρέθηκα για μια ακόμα φορά στο δρόμο. Φεύγοντας, ένας λούστρος μού δώσε ένα φάκελο. Ήταν απ' την μαύρη αγορά. Μού στέλνει δέκα κορώνες. Έβαλα τα νόμισμα πάλι στο φάκελο, το ‘κανα κουβάρι και τα πέταξα με περιφρόνηση στα μούτρα της απαίσιας σπιτονοικοκυράς μου. Πόση ικανοποίηση ένοιωσα.

Τράβηξα, ξαλαφρωμένος, για το λιμάνι.

Κάθομαι και κοιτάζω το «Κοπεγκόρο», το μπάρκο με τη ρούσικη σημαία. Απάνω στη γέφυρα ξεχωρίζω κάποιον άνθρωπο το κόκκινο φανάρι της κλίνης από πάνω του το φώτιζε το κεφάλι. Σηκώνομαι και τού μιλώ. Δεν είχα κανένα σκοπό πού τού μίλησα, μάλιστα ούτε περίμενα να μού δώσει απόκριση. Είπα:
Φεύγετε απόψε, καπετάνιε;
Ναι, σε λιγάκι, μου αποκρίθηκε αυτός. Μιλούσε σουηδέζικα. Θα 'ναι Φιλανδός  συλλογίστηκα.
-Χμ.   Να σάς χρειάζεται τάχα κανένας στο πλήρωμα;   Εκείνη τη στιγμή μού  ήταν αδιάφορο είτε ναι μού 'λεγε είτε όχι,  δε μ' ένοιαζε καθόλου τί απάντηση θα μού 'διναν στεκόμουν και τον κοίταζα περιμένοντας.
Μπα, όχι, αποκρίθηκε. Κανένας μούτσος μπορεί.
Μούτσος!   Ανατίναξα τούς ώμους μου, έβγαλα τα γυαλιά, τα χώσε στη τσέπη μου, πέρασα το μαδέρι τού καραβιού και πήδησα μέσα.
Δεν έχω κάνει ταξίδια, είπα, μα μπορώ να κάνω ότι δουλεία με βάλετε.   Πού θα πάει το καράβι;
Πάμε  για  το Λήντος να φορτώσουμε κάρβουνα για το Κάντιξ.
Ωραία! βιάστηκα ν' αποκριθώ. Το ίδιο μού κάνει όπου κι αν πάτε. Τη δουλειά μου θα την κάνω.
Στάθηκα ένα λεπτό και συλλογιζότανε, κοιτάζοντάς με.
Δεν έχεις ταξιδέψει άλλη φορά; ρώτησε.
Όχι, όμως, όπως σάς είπα, βάλτε με σ' όποια δουλειά θέλετε και θά την κάνω.  Ξέρω λίγο απ' όλα.

Συλλογίστηκα πάλι λίγο. Μού 'χε μπει κιόλας στο μυαλό, πώς αν έφευγα με το καράβι κι' άρχισα να τρέμω από την αγωνία μου μην τύχη και με βγάλουνε στη στεριά.
Λοιπόν τι λέτε καπετάνιο; ρώτησα επιτέλους. Αλήθεια, σας λέω, μπορώ να κάνω ότι με βάλετε. Τί λέω! θα ήμουνα για φτύσιμο άμα δε θα 'κανα και παραπάνω από τη δουλειά πού θα μού δώσετε. Μπορώ να κάνω δύο βάρδιες στη σειρά, άμα είναι ανάγκη. Αυτό έμενα αντί να με κουράζει, μού κάνει ευχαρίστηση.
Καλά,  καλά, μπορούμε να δοκιμάσουμε, είπε και χαμογέλασε  με τα τελευταία λόγια πού 'χα πει. Αν δεν τα πάμε καλά, χωρίζουμε στην Αγγλία.
Φυσικά! αποκρίθηκα μέσα στη χαρά μου κι' εγώ. Κι επανέλαβα πώς μπορούσαμε να χωρίσουμε  στην  Αγγλία, ά θα τα πήγαινα άσκημα. Έπειτα μού έδωκε δουλειά...,
Σαν ανοιχτήκαμε στο φιόρντ, ανασηκώθηκα μία φορά ολόγυρος απ' τον ιδρώτα κι απ' την εξάντληση, κι' είπα ένα χαίρε στην πολιτεία, ένα χαίρε στην Χριστίάνια, οπού τα παράθυρα φέγγανε τόσο λαμπρά στο κάθε σπίτι.


πηγή :"Η Πείνα" του Κνουτ Χάμσουν,

1890

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεγάλη Παρασκευή και ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας

Σταύρωση Ιερέων

A. ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ-ΠΤΕΡΥΓΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΩΝ

Η δυναμη της σιώπης - Carlos Castaneda

Αποφθέγματα του Άρθουρ Σοπενχάουερ

39 αποφθέγματα από τον ταριχευμένο Φαράω του Κομμουνισμού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 21/1/1924.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή