Η επιλογή μας...

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν!

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν ! Ο Λένιν επιστρέφει παράνομα στη Ρωσσία τον Οκτώβριο του 1917. Κομμουνισμοό!Γενοκτονία και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος, Κολλεκτιβοποίηση, Πείνα, φρίκη,Τρομοκρατία,Καταστολή,Εμφύλιος Πόλεμος, Μίσος, φθόνος, βία,Ταξική Πάλη,Κανιβαλισμός, Ομοιομορφία, Εξισωτισμός, Αποκτήνωση, Δικτατορία, ιδεολογικός Ολοκληρωτισμὀς, Εθνοκάθαρσεις,  Κὀμμα-Θεός-Θρησκεία-Λατρεία-, Ιερατείο-Α ρχηγός , Μιλιταρισμός, εφεύρεση του εσωτερικού και εξωτερικού Εχθρού, Αμοραλισμός, Κυνισμός, μαχητικός Αθεϊσμός, Ρατσισμός, Αντ ισημιτισμός, κρετινισμός, βλακεία, ηλιθιότητα, Παράλογο, Αστυνομικό Κράτος, Μυστική Αστυνομία, παρακολουθήσεις, χαφιεδισμός, καταδότες, προδότες και προδοσίες κατάργηση του Προσώπου,του Ατόμου,της Ιδιωτικής ζωής,της Ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της Αυτενέργειας, της Ελεύθερης Οικονομίας, Ποινική και Ψυχιατρική Καταστολή των Διαφωνούντων με την Αλήθεια της Μαρξιστικής Ιδεολογίας ως εγκληματιών και ψυχασθενών, νέα Γλώσσα,κατασκευή ενός νέου Υπερανθρώπου του Ταξικά Καθ...

Αρχιπέλαγος Γκουλάκ - Αλεξάντερ Σολζενίτσιν 1918–1956


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΥΡΑΣ ΣΙΝΟΥ


Μέρος Πρώτο

Η Βιομηχανία των Φυλακών 



«Σ' αυτή την εποχή της δικτατορίας και περιστοιχισμένοι από εχθρούς από όλες τις πλευρές, δείχνουμε πότε – πότε περιττή ευσπλαχνία, περιττή καλοψυχία».
Κρυλένκο, αγόρευση στη δίκη του Βιομηχανικού Κόμματος 
---------------
Όταν έπιασαν τον μηχανοδηγό των τραίνων Ινόσιν, στο δωμάτιο βρισκόταν το φέρετρο με το παιδί του, που μόλις είχε πεθάνει. Οι εκπρόσωποι του νόμου πέταξαν το παιδί από το φέρετρο, και έψαξαν και εκεί! Σηκώνουν ακόμα και τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους και λύνουν τους επιδέσμους2.Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο στη διάρκεια της έρευνας! Από τον Τσετβερούχιν, συλλέκτη παλαιών εγγράφων, "άρπαξαν αρκετά φύλλα τσαρικών διαταγμάτων (ουκάζια)", και συγκεκριμένα τα ουκάζια για τον τερματισμό του πολέμου με τον Ναπολέοντα, για τη σύναψη της Ιεράς Συμμαχίας και για τη Δέηση που έγινε εναντίον της χολέρας το 1830. Από τον καλύτερο γνώστη μας του Θιβέτ Βοστρικώφ κατασχέσανε αρχαία πολύτιμα θιβετιανά χειρόγραφα (και οι μαθητές του μακαρίτη κατάφεραν να τα γλιτώσουν από τα χέρια της ΚαΚεΜπε3 μόνο ύστερα από 30 χρόνια!) 

Όταν έπιασαν τον ειδικό των ανατολικών μελετών Νέφσκυ, του πήραν τα χειρόγραφα των Ταγκούτ (και ύστερα από 25 χρόνια στον μακαρίτη απονεμήθηκε μεταθανάτια το βραβείο Λένιν, γιατί κατάφερε πρώτος να τα διάβαση). Από τον Κάργκερ πήραν το αρχείο των Οστιάκ του ποταμού Γιενισέι και απαγόρευσαν το σύστημα γραφής και το αλφάβητο που είχε εφεύρει αυτός – έτσι ένας ολόκληρος λαός έμεινε χωρίς γραφή. Θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να τα περιγράψει κανείς όλα αυτά λογοτεχνικά, να πώς χαρακτηρίζει όμως ο λαός τις έρευνες της αστυνομίας: Ψάχνουν να βρουν ότι δεν υπάρχει.



Όσα κατασχεθούν, τα παίρνουν μαζί τους, καμιά φορά μάλιστα αναγκάζουν και τον ίδιο τον κρατούμενο να τα μεταφέρει. Έτσι η Νίνα Αλεξάντροβνα Παλτσίνσκαγια κουβάλησε στην πλάτη της το σακί με τα χαρτιά και τα γράμματα του μακαρίτη του άντρα της, του ακαταπόνητου μεγάλου Ρώσου μηχανικού, και τα πήγε η ίδια στο στόμα ΤΟΥΣ, για πάντα, χωρίς γυρισμό.
Για εκείνους που μένουν μετά τη σύλληψη, αρχίζει μια μακρόσυρτη, ρημαγμένη, άδεια ζωή. Δοκιμάζουν να στείλουν δέματα. Μα από όλες τις θυρίδες ακούγονται γαυγίσματα: «Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει στον κατάλογο», «δεν έχουμε κανένα τέτοιον!» Στις χειρότερες μέρες του Λένινγκραντ, για να φτάσεις σ' αυτή τη θυρίδα, χρειαζόταν να σταθείς στην ουρά πέντε μερόνυχτα. Και μόνο έπειτα από κανένα εξάμηνο, ή και χρόνο ακόμα, ο ίδιος ο κρατούμενος ίσως να δώσει κανένα σημείο ζωής ή ίσως να σας πληροφορήσουν απότομα: «Δεν έχει δικαίωμα αλληλογραφίας». Κι αυτό σημαίνει – για πάντα. «Δεν έχει δικαίωμα αλληλογραφίας» – σημαίνει σχεδόν σίγουρα: τουφεκίστηκε4.
Έτσι φανταζόμαστε τη σύλληψη.
 ...

Δεν γίνεται να συλλάβουν τον καθένα στο σπίτι του, χτυπώντας πρώτα την πόρτα (κι αν πρέπει να χτυπήσουν την πόρτα, αυτό το κάνει ο θυρωρός ή ο ταχυδρόμος), ούτε είναι δυνατό να πιάσουν τον καθένα στη δουλειά του. Αν ο συλλαμβανόμενος είναι ζόρικος, είναι πιο εύκολο να τον πιάσουν έξω από το συνηθισμένο του περιβάλλον – μακριά από τους συγγενείς του, τους συναδέλφους του, τους ομοϊδεάτες του, από κάθε μέρος κατάλληλο για κρυψώνα. Δεν πρέπει να προλάβει ούτε να καταστρέψει, ούτε να κρύψει τίποτα, ούτε να ειδοποίηση κανέναν. Τους ανώτερους λειτουργούς, στρατιωτικούς ή στελέχη του κόμματος, τους τοποθετούσαν καμιά φορά σε νέες θέσεις, έθεταν στη διάθεσή τους ειδικό βαγόνι– σαλόνι και τους έπιαναν κατά το ταξίδι. Κάποιος αφανής θνητός, που έχει τρομοκρατηθεί από το κύμα των συλλήψεων και τον βασανίζουν μια βδομάδα κιόλας οι λοξές ματιές των προϊσταμένων του, καλείται ξαφνικά στα τοπικά γραφεία του συνδικάτου, όπου του προσφέρουν όλο χαρά ένα εισιτήριο για τα αναπαυτήρια του Σότσι. Το κουνέλι συγκινείται – άδικα λοιπόν τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ. Τους ευχαριστεί ενθουσιασμένος και τρέχει στο σπίτι του για να ετοιμάσει τη βαλίτσα του. Του μένουν μόλις δυο ώρες, ώσπου να φύγει το τραίνο, και βρίζει την αργοκίνητη γυναίκα του. Να κι ο σταθμός! Έχει ακόμα αρκετή ώρα στη διάθεσή του. Στην αίθουσα αναμονής ή στο μπαρ τον φωνάζει ένας συμπαθητικός νεαρός: «Δεν με γνωρίζετε, Πιότρ Ιβάνιτς;» Ο Πιότρ Ιβάνιτς βρίσκεται σε δύσκολη θέση: «Δεν σας θυμάμαι, αν και...» Ο νεαρός είναι γεμάτος διαχύσεις: «Μα πώς, μα πώς, ελάτε να σας θυμίσω...» και, χαιρετώντας ευγενικά τη σύζυγο του Πιότρ Ιβάνιτς, της λέει: «Με συγχωρείτε, θα σας πάρω τον άντρα σας για μια στιγμούλα...» Η σύζυγος δίνει την άδεια, ο άγνωστος πιάνει με οικειότητα τον Πιότρ Ιβάνιτς από το χέρι – και τον παίρνει για δέκα χρόνια, ή για πάντα! 

Ο κόσμος στον σταθμό πηγαινοέρχεται ολόγυρα και δεν αντιλαμβάνεται τίποτα... Μην ξεχνάτε πως σε κάθε σταθμό υπάρχει τμήμα της Γκεπεού και μερικά κελιά.
Η φορτικότητα αυτών των δήθεν γνωστών είναι τόσο έντονη, ώστε όποιος δεν έχει συνηθίσει στους λυκίσκους τρόπους των στρατοπέδων, δύσκολα μπορεί να τους ξεφορτωθεί. Και μη νομίζετε πως επειδή είστε, λόγου χάρη, ο Αλ–ερ Ντ., υπάλληλος της Αμερικανικής πρεσβείας, δεν μπορούν να σας συλλάβουν μέρα – μεσημέρι στην οδό Γκόρκυ, δίπλα στο κεντρικό τηλεγραφείο. Ο άγνωστος φίλος σας χιμάει επάνω σας μέσα στο πυκνό πλήθος με ανοιχτές τις αρπακτικές αγκάλες του: «Σάσα!» φωνάζει με όλη του τη δύναμη, χωρίς να κρύβεται, καθόλου. «Παλιόφιλε! Χρόνια και ζαμάνια έχουμε να ιδωθούμε!... Έλα, πάμε στην άκρη, να μην ενοχλούμε τον κόσμο». Και εκεί, στην άκρη, δίπλα στο πεζοδρόμιο, μόλις έχει σταματήσει ένα αυτοκίνητο "Πομπιέντα" (Σε μερικές μέρες το πρακτορείο ΤΑΣ θα δηλώσει οργισμένα σε όλες τις εφημερίδες πως οι αρμόδιοι κύκλοι δεν γνωρίζουν τίποτα για την εξαφάνιση του Αλ–ερ Ντ.) Χρειάζεται σοφία γι' αυτό; Οι λεβέντες μας έκαναν παρόμοιες συλλήψεις και στις Βρυξέλλες (έτσι έπιασαν τον Ζόρα Μπλεντνώφ). Τι κουβέντα λοιπόν μπορεί να γίνεται για τη Μόσχα;
Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε την αξία των Πρακτόρων. Σ' έναν αιώνα που οι λόγοι των ρητόρων, τα θεατρικά έργα και τα σχέδια των γυναικείων φορεμάτων φαίνονται σαν να βγήκαν από το ίδιο καλούπι, οι συλλήψεις παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. 

...

Οι συλλήψεις μοιάζουν καμιά φορά με παιχνίδι, μόνο που αφιερώνεται σ' αυτές περίσσια εφευρετικότητα, παραπανίσια ενέργεια, ενώ το θύμα έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ν' αντισταθεί. Μήπως μ' αυτό τον τρόπο οι πράκτορες θέλουν να δικαιολογήσουν τον μισθό τους και τον μεγάλο τους αριθμό; Γιατί, όπως φαίνεται, θα ήταν αρκετό να στείλουν απλώς ειδοποιητήρια στα σημαδεμένα κουνέλια – και αυτά θα παρουσιάζονταν πρόθυμα στην ορισμένη ώρα, με ακρίβεια δευτερολέπτου, με το μπογαλάκι τους στο χέρι, μπροστά στη μαύρη σιδερένια εξώπορτα της Υπηρεσίας Ασφαλείας, για να καταλάβουν ένα κομμάτι του πατώματος στο προορισμένο γι' αυτούς κελί. (Μήπως έτσι δεν συλλαμβάνουν τους Κολχόζνικους; Αυτό δα έλειπε, να πάνε να τους βρουν νυχτιάτικα στην καλύβα τους, περνώντας τους άθλιους δρόμους. Τους καλούν απλούστατα στο αγροτικό Σοβιέτ, και εκεί τους πιάνουν. Τους απλούς εργάτες τους καλούν στα γραφεία του εργοστασίου).
Φυσικά, κάθε μηχανή έχει ορισμένα όρια αποδόσεως, που δεν μπορεί να τα ξεπεράσει. Στα 1945–1946, χρόνια εντατικής και αδιάκοπης δουλειάς, όταν τα στρατιωτικά τραίνα έφταναν από την Ευρώπη το ένα μετά το άλλο και έπρεπε να απορροφηθούν όσοι έρχονταν και να σταλούν στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ, τότε κανείς δεν χρησιμοποιούσε πια αυτό το περιττό παιχνίδι, η ίδια η θεωρία ξεθώριασε αρκετά, έχασε τα τελετουργικά της φτερά και οι συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων κατάντησαν ένα βαρετό προσκλητήριο: οι πράκτορες στέκονταν με τους καταλόγους στο χέρι, καλούσαν ανθρώπους από το ένα τραίνο, τους φόρτωναν σ' ένα άλλο, κι αυτή ήταν όλη η σύλληψη.
Βασικό γνώρισμα των πολιτικών συλλήψεων στο τόπο μας, για μερικές δεκαετίες, ήταν το γεγονός ότι πιάνονταν άνθρωποι εντελώς αθώοι, που γι' αυτό ακριβώς ήταν απροετοίμαστοι και για την πιο παραμικρή αντίσταση. Αυτό δημιουργούσε ένα γενικό αίσθημα υποταγής στη μοίρα και την εντύπωση (αρκετά σωστή άλλωστε με το σύστημα του εσωτερικού διαβατηρίου που εφαρμόζεται στη χώρα μας) πως είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τη Γκεπεού ή τη ΝιΚαΒεΝτε. Ακόμα και την εποχή που η επιδημία των συλλήψεων βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, όταν οι άνθρωποι, φεύγοντας κάθε μέρα για τη δουλειά τους, αποχαιρετούσαν την οικογένειά τους, γιατί δεν ήταν σίγουροι πως θα γύριζαν το βράδυ, ακόμα και τότε δεν προσπαθούσαν ποτέ σχεδόν να το σκάσουν (και αυτοκτονούσαν μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις). Κι αυτό ακριβώς χρειαζόταν.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΧΕΤΩΝ ΜΑΣ    


Μια από τις πρώτες εγκυκλίους της ΝιΚαΒεΝτε, τον Δεκέμβριο του 1917, αναφέρει: «Έχοντας υπόψη το σαμποτάζ των υπαλλήλων... να αναπτύσσετε τη μεγαλύτερη πρωτοβουλία επί τόπου, ΜΗ ΔΙΣΤΑΖΟΝΤΑΣ να κάνετε κατασχέσεις, καταπιέσεις και συλλήψεις.»

Και μ' όλο που ο Β.Ι. Λένιν, στο τέλος του 1917, για την εδραίωση μιας «αυστηρά επαναστατικής τάξεως», απαιτούσε «να πατάσσεται ανελέητα κάθε απόπειρα αναρχίας εκ μέρους μέθυσων, αλητών, αντεπαναστατών και άλλων προσώπων»9, θεωρούσε δηλαδή τους μέθυσους σαν τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους της Οκτωβριανής επανάστασης και τοποθετούσε τους αντεπαναστάτες κάπου στην τρίτη σειρά, ωστόσο έθετε και ευρύτερα το πρόβλημα. Στο άρθρο του «Πώς να οργανώσουμε την άμιλλα» (7 και 10 Ιανουαρίου 1918) ο Β.Ι. Λένιν κήρυξε σαν γενικό μοναδικό σκοπό «την εκκαθάριση της ρωσικής γης από κάθε βλαβερό έντομο»10. Και σαν βλαβερά έντομα δεν εννοούσε μόνο όσους δεν ανήκαν στην εργατική τάξη, αλλά και τους «φυγόπονους εργάτες», όπως λόγου χάρη τους στοιχειοθέτες των κομματικών τυπογραφείων της Πετρούπολης. (Να τι κάνει το πέρασμα του χρόνου. Μας είναι δύσκολο σήμερα να καταλάβουμε πως είναι δυνατό οι εργάτες, μόλις έγιναν δικτάτορες, να προσπαθούν αμέσως να ξεφύγουν από τη δουλειά, που εξυπηρετούσε αυτούς τους ίδιους). Κι ακόμα ο Β.Ι. Λένιν έγραφε: «σε ποια συνοικία μεγάλης πολιτείας, σε ποιο εργοστάσιο, σε ποιο χωριό... δεν υπάρχουν... σαμποτέρ... που παριστάνουν τους διανοούμενους;»11. Είναι αλήθεια πως σ' αυτό το άρθρο ο Λένιν πρότεινε διάφορους τρόπους για την εκκαθάριση της χώρας από τα έντομα: μπορούσαν να τους εξορίζουν, να τους βάζουν να καθαρίζουν αποχωρητήρια, «να τους δίνουν κίτρινες ταυτότητες μετά την έκτιση της ποινής τους» ή να τουφεκίζουν τους χαραμοφάηδες. Υπήρχε επίσης η εκλογή μεταξύ της φυλακής ή «της τιμωρίας σε καταναγκαστικά έργα βαρυτέρας μορφής»12. Και μ' όλο που πρόβλεπε και υπόδειχνε τις βασικές κατευθύνσεις των ποινών, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς πρότεινε να γίνει αντικείμενο άμιλλας μεταξύ «των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού και των κοινοτήτων» η ανεύρεση καλύτερων τρόπων εκκαθάρισης. 

«Να συλληφθούν αμέσως όλοι οι δεξιοί Εσέροι (Σοσιαλο-επαναστάτες) και από την αστική τάξη και τους αξιωματικούς να συγκεντρωθεί σημαντικός αριθμός ομήρων»14. (Σύμφωνα με αυτή τη λογική θα έπρεπε, λόγου χάρη, μετά τη δολοφονική απόπειρα, που έκανε ο Αλεξάντρ Ουλιάνωφ με την ομάδα του, να έπιαναν όχι μόνο αυτούς, αλλά και όλους τους φοιτητές της Ρωσίας και σημαντικό αριθμό μελών των Ζέμστβο.) Με απόφαση του Σοβιέτ Αμύνης στις 15 Φεβρουαρίου 1919 – φαίνεται πως συνεδρίαζε υπό την προεδρία του Λένιν; – δόθηκε εντολή στην Τσε–Κα και στην ΝιΚαΒεΝτε να πιάνουν ομήρους μεταξύ των αγροτών στις περιοχές όπου «δεν διεξάγεται εντελώς ικανοποιητικά» το καθάρισμα των σιδηροδρομικών γραμμών από τα χιόνια, «έτσι ώστε να τουφεκιστούν, αν δεν τελειώσει το καθάρισμα από τα χιόνια»15. Με απόφαση του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού16, στο τέλος του 1920, δόθηκε άδεια να πιάνονται όμηροι και οι σοσιαλδημοκράτες.

Παρακολουθώντας από κοντά μόνο τις συνηθισμένες συλλήψεις, δεν μπορούμε να μην προσέξουμε πως ήδη από την άνοιξη του 1918 αρχίζει να τρέχει αδιάκοπα ο χείμαρρος των προδοτών – σοσιαλιστών, που δεν θα πάψη να τρέχει για πολλά χρόνια. Όλα αυτά τα κόμματα – οι Εσέροι, οι Μενσεβίκοι, οι αναρχικοί, οι λαϊκοί σοσιαλιστές επί δεκάδες χρόνια παρίσταναν μόνο τους επαναστάτες, φορούσαν μόνο τη μάσκα, και πήγαιναν στα κάτεργα από καθαρή υποκρισία! Και μόνο στην ορμητική πορεία της επανάστασης ξεσκεπάστηκε απότομα η αστική υπόσταση αυτών των σοσιαλο - προδοτών! Έτσι ήταν πολύ φυσικό ν' αρχίσουν οι συλλήψεις! Μετά το διωγμό των συνταγματοδημοκρατών (ΚΑΝΤΕ), μετά τη βίαιη διάλυση της Συντακτικής Συνελεύσεως και τον αφοπλισμό του συντάγματος Πρεομπραζένσκυ και άλλων συνταγμάτων, άρχισαν να πιάνουν λίγους – λίγους τους Εσέρους και τους Μενσεβίκους, κρυφά στην αρχή. Όμως από τις 14 Ιουνίου 1918, τη μέρα που τους αποκλείσανε από όλα τα Σοβιέτ, αυτές οι συλλήψεις άρχισαν να γίνονται πιο συχνά και πιο μαζικά. Στις 6 Ιουλίου επεκτάθηκαν και στους αριστερούς Εσέρους, που παρίσταναν πιο ύπουλα και για περισσότερο καιρό τους συμμάχους του μοναδικού συνεπούς κόμματος του προλεταριάτου. Από τότε, όταν σε οποιοδήποτε εργοστάσιο ή σε οποιαδήποτε μικρή πόλη ξεσπούσε μια εργατική αναταραχή, δυσαρέσκεια ή απεργία (το καλοκαίρι του 1918 έγιναν κιόλας πολλές, ενώ τον Μάρτιο του 1921 συγκλόνισαν την Πετρούπολη, τη Μόσχα, και ύστερα την Κρονστάνδη και ανάγκασαν την κυβέρνηση να εφαρμόσει τη ΝΕΠ – Νέα Οικονομική Πολιτική), ταυτόχρονα με τη βίαιη καταστολή της, τις υποχωρήσεις και την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων των εργατών, η Τσε–Κα συνελάμβανε τις νύχτες μυστικά τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους με την κατηγορία ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί υποκινητές των ταραχών.


Το καλοκαίρι του 1918, και τον Απρίλη και τον Οκτώβρη του 1919, έγιναν αλλεπάλληλες συλλήψεις αναρχικών. Το 1919 έπιασαν όσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Εσέρων μπόρεσαν να βρουν και τους έριξαν στη φυλακή του Μπουτύρκι, όπου έμειναν ώσπου να δικαστούν, το 1922. Τον ίδιο χρόνο, το 1919, ο Λάτσις, σημαντικό στέλεχος της Τσε–Κα, έγραψε για τους Μενσεβίκους: «Άνθρωποι σαν αυτούς μας εμποδίζουν πάρα πολύ. Γι' αυτό τους βγάζουμε από τη μέση, ώστε να μην μπερδεύονται στα πόδια μας... Τους χώνουμε σε μιαν απόμερη γωνίτσα, στο Μπουτύρκι, και τους αναγκάζουμε να καθίσουν φρόνιμα εκεί, ώσπου να τελειώσει η πάλη ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο»17. Τον ίδιο χρόνο, το 1919, συνέλαβαν και τους αντιπροσώπους του εξωκομματικού συνεδρίου των εργατών (γι' αυτό και δεν έγινε το συνέδριο).


Το 1919 άρχισαν να θεωρούνται ύποπτοι και οι Ρώσοι που γύριζαν από το εξωτερικό (γιατί; με ποια εντολή;) κι έτσι ρίχτηκαν στις φυλακές οι αξιωματικοί του εκστρατευτικού ρωσικού σώματος, που γύριζαν από τη Γαλλία.

Το 1919, αφού εξουδετέρωσαν τις πραγματικές και τις ψεύτικες συνωμοσίες ("Εθνικό Κέντρο", Στρατιωτική Συνωμοσία) στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και σε άλλες πόλεις, άρχισαν να τουφεκίζουν από καταλόγους (δηλαδή έπιαναν στην τύχη ανθρώπους και τους τουφέκιζαν αμέσως) ή έσερναν στις φυλακές τους λεγόμενους φιλοκαντετικούς (φίλους των Καντέ) διανοούμενους. Ποιους όμως θεωρούσαν "φιλοκαντετικούς;" Θεωρούσαν εκείνους που δεν ήταν ούτε μοναρχικοί, ούτε σοσιαλιστές, δηλαδή όλους τους επιστημονικούς, τους πανεπιστημιακούς, τους λογοτεχνικούς και τους καλλιτεχνικούς κύκλους, και όλους τους μηχανικούς. Εκτός από τους εξτρεμιστές συγγραφείς, εκτός από τους θεολόγους και τους θεωρητικούς του σοσιαλισμού, όλοι οι άλλοι διανοούμενοι, δηλαδή τα 80% τους, ήταν «φιλοκαντετικοί». Κατά τη γνώμη του Λένιν, λόγου χάρη, ένας από αυτούς ήταν κι ο Κορολένκο – «άθλιος μικροαστός, σαγηνεμένος από τις αστικές προκαταλήψεις»19, «κάτι τέτοια ταλέντα δεν βλάπτει να καθίσουν φυλακή μερικές βδομαδούλες»20. Από τις διαμαρτυρίες του Γκόρκυ μαθαίνουμε για τις μεμονωμένες ομάδες των συλληφθέντων. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1919 ο Βλαντίμιρ Ίλιτς του απαντάει: «Μας είναι φανερό πως και εδώ έγινε λάθος», αλλά προσθέτει: «Χαρά στη συμφορά! Τι αδικία!» και συμβουλεύει τον Γκόρκυ «να μην αναλώνεται άδικα σε κλαψουρίσματα για τη σάπια διανόηση»21.


Από τον Ιανουάριο του 1919 εισάγεται το σύστημα της συγκέντρωσης των αγροτικών προϊόντων και για τον σκοπό αυτό συγκροτούνται αποσπάσματα τροφοδοσίας. Τα αποσπάσματα αυτά συνάντησαν αντίσταση σε όλα τα χωριά, σε άλλα ύπουλη και πεισματική, σε άλλα μαχητική. Η κατάπνιξη αυτής της αντίδρασης απέδωσε επίσης πλούσιο χείμαρρο συλληφθέντων (χωρίς να υπολογίσουμε εκείνους που τουφεκίστηκαν επί τόπου), που κυλούσε για δυο ολόκληρα χρόνια.


Αποφεύγουμε εδώ σκόπιμα να αναφέρουμε τη δράση της Τσε–Κα, των Ειδικών αποσπασμάτων των Επαναστατικών δικαστηρίων, κατά την προώθηση της γραμμής του μετώπου και την κατάληψη πόλεων και επαρχιών. Μια διαταγή της Νι
ΚαΒεΝτε, στις 30 Αυγούστου 1918, ζητούσε να καταβληθεί προσπάθεια «ώστε να τουφεκιστούν χωρίς διατυπώσεις όλοι οι ένοχοι για συνεργασία με τους Λευκοφρουρούς». Καμιά φορά όμως τα χάνεις: πως να κάνης τον σωστό διαχωρισμό; Όταν το καλοκαίρι του 1920, την εποχή που ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα εντελώς, αλλά είχε τελειώσει πια στον ποταμό Ντον, άρχισαν να στέλνουν από το Ροστώβ και το Νοβοτσερκάσκ φουρνιές αξιωματικών στον Αρχάγγελο κι από εκεί με φορτηγίδες στα Σολοφκύ (και, όπως λένε, κάμποσες από αυτές τις φορτηγίδες τις βούλιαξαν στη Λευκή θάλασσα, όπως άλλωστε γινόταν και στην Κασπία θάλασσα), αυτά πρέπει άραγε να συνδεθούν με τον Εμφύλιο πόλεμο ή με την έναρξη της ειρηνικής ανοικοδόμησης; Σε ποια κατηγορία πρέπει να υπαχθεί η έγκυος γυναίκα ενός αξιωματικού, που τουφεκίστηκε τον ίδιο χρόνο στο Νοβοτσερκάσκ γιατί έκρυβε τον άντρα της;

Τον Μάιο του 1920 δημοσιεύθηκε μια απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής για την «υπονομευτική δράση στα μετόπισθεν».  



Ιδιαίτερη δυσκολία (μα και ιδιαίτερο πλεονέκτημα!) για την οργάνωση όλων αυτών των χειμάρρων ήταν η ως το 1922 έλλειψη Ποινικού Κώδικα και οποιουδήποτε συστήματος Ποινικού Δικαίου. Μόνο η επαναστατική συνείδηση για το δίκαιο (αλάνθαστη πάντα!) καθοδηγούσε τους δημευτές και τους οχεταγωγούς: ποιον να πιάνουν και τι να τον κάνουν. 


Σ' αυτή την έρευνα δεν θα παρακολουθήσουμε τους χείμαρρους του κοινού ποινικού δικαίου των καταδίκων. Θα υπενθυμίσουμε μόνο πως η γενική ένδεια και οι ελλείψεις κατά την περίοδο της αναμόρφωσης του διοικητικού μηχανισμού, των θεσμών και όλων των νόμων, δεν μπορούσαν παρά να πληθύνουν σημαντικά τις κλοπές, τις ληστείες, τους βιασμούς, τις δωροδοκίες και τις κερδοσκοπίες. Μ' όλο που δεν αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο για την ύπαρξη της Δημοκρατίας, όλα αυτά τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου διώκονταν αμέσως μεμονωμένα, και με τους δικούς τους χείμαρρους των συλλήψεων φούσκωναν τους χείμαρρους των αντεπαναστατών. Υπήρχαν όμως και κερδοσκοπίες καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, όπως μας δείχνει το διάταγμα που έβγαλε το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού στις 22 Ιουλίου 1918 και το υπογράφει ο Λένιν: «Όσοι πουλούν, αγοράζουν ή κρύβουν για κερδοσκοπία είδη τροφίμων που ανήκουν στο μονοπώλιο της Δημοκρατίας (ο αγρότης να κρύβει το σιτάρι για να το πουλήσει με κέρδος, μα ποιο θα είναι το κέρδος του; – Α. Σολζενίτσιν) ... θα τιμωρούνται με στέρηση της ελευθερίας για διάστημα τουλάχιστο δέκα χρόνων, σε συνδυασμό με βαρύτατα καταναγκαστικά έργα και με κατάσχεση όλης της περιουσίας τους».
Από αυτό το καλοκαίρι η ύπαιθρος εξαναγκαζόταν να δουλεύει υπεράνθρωπα και να παραδίδει δωρεάν στο κράτος όλη τη σοδειά της. Αυτό προκάλεσε εξεγέρσεις των αγροτών 22, με αποτέλεσμα να καταστέλλονται και να γίνονται καινούργιες συλλήψεις. Το 1920, όπως ξέρουμε (δεν ξέρουμε...), έγινε η δίκη του «Συνδέσμου Αγροτών Σιβηρίας», και στο τέλος του ίδιου χρόνου η προκαταβολική συντριβή της εξέγερσης των αγροτών του Ταμπώφ (σ' αυτή την περίπτωση δεν έγινε καν δίκη).


Το μεγαλύτερο ανθρωπομάζωμα στην αγροτική περιοχή του Ταμπώφ έγινε τον Ιούνιο του 1921. Στον νομό του Ταμπώφ δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκεντρώσεως για τις οικογένειες των αγροτών που έλαβαν μέρος στην εξέγερση. Έφτιαχναν περιφράγματα από αγκαθωτά συρματοπλέγματα γύρω από ξέσκεπους χώρους και έκλειναν εκεί για τρεις βδομάδες κάθε οικογένεια που υποπτεύονταν πως οι άντρες της ήταν ανακατωμένοι στην εξέγερση. Αν ύστερα από τρεις βδομάδες εκείνοι δεν παρουσιάζονταν για να εξαγοράσουν με το κεφάλι τους την οικογένειά τους, όλη η οικογένεια πήγαινε εξορία

Νωρίτερα ακόμα, τον Μάρτη του 1921, στάλθηκαν στα νησιά του Αρχιπελάγους όσοι δεν είχαν τουφεκιστεί από τους ναύτες της επαναστατημένης Κρονστάνδης, αφού πρώτα πέρασαν από το οχυρό Τρουμπετσκόι του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ (στο Λένινγκραντ).



Εκείνος ο χρόνος άρχισε με τη διαταγή αριθ. 10 (8 Ιανουαρίου 1921) της Τσε–Κα: «Να ενταθούν τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον της αστικής τάξεως!» Δηλαδή αφού τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος, δινόταν εντολή όχι μόνο να μη χαλαρωθεί η καταπίεση, άλλα να ενταθεί! Την εικόνα που παρουσίαζε αυτή η ένταση στην Κριμαία μας τη δίνει ο Βολοσίν σε μερικά του ποιήματα.

 Μόνο τώρα μπορούμε να την κατανοήσουμε στις γενικές της γραμμές. Κάποιο προνοητικό μυαλό τη σχεδίασε, κάποια προσεκτικά χέρια, χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή, άρπαζαν το τραπουλόχαρτο, που βρισκόταν τρία χρόνια σε μια στοίβα, και το τοποθετούσαν ήρεμα σε μιαν άλλη. Εκείνος που βρισκόταν στην κεντρική φυλακή στελνόταν στην εξορία (κι όσο πιο μακριά γινόταν), εκείνος που ζούσε στα "εκτός" πήγαινε επίσης εξορία (μα κάπου, όπου να μην έχει καμιά επαφή με τα "εκτός"), άλλος στελνόταν από την μιαν εξορία στην άλλη κι ύστερα πήγαινε πάλι σε μια κεντρική φυλακή (σε διαφορετική τούτη τη φορά). Αυτοί που έπαιζαν την πασιέντσα είχαν μεγάλη υπομονή. Έτσι, χωρίς θόρυβο, χωρίς φωνές, τα μέλη των άλλων κομμάτων χάνονταν και κόβονταν εντελώς οι δεσμοί τους με τον τόπο τους και με τους ανθρώπους που τους ήξεραν και γνώριζαν την επαναστατική τους δράση. Με τον τρόπο αυτό, απαρατήρητα και αναπόφευκτα, προετοιμαζόταν η εξόντωση όλων εκείνων που χαλούσαν κάποτε τον κόσμο στις φοιτητικές συγκεντρώσεις και κράδαιναν περήφανα τις τσαρικές αλυσίδες.

Το καλοκαίρι του 1921 πιάστηκαν τα μέλη της Λαϊκής Επιτροπής Βοήθειας προς τους Λιμοκτονούντες (Κουσκόβα, Προκόποβιτς, Κίσκιν και άλλοι), που προσπαθούσε να περιορίσει τον πρωτάκουστο λιμό, που είχε πλήξει τη Ρωσία. Αυτό έγινε γιατί τα χέρια της Επιτροπής δεν ήταν εκείνα στα οποία θα μπορούσε να επιτροπή να ταΐσουν τους πεινασμένους. Ο πρόεδρος αυτής της επιτροπής, ο Κορολένκο, που του δόθηκε χάρη, χαρακτήρισε τη διάλυσή της σαν «τη χειρότερη πολιτική ενέργεια της Κυβέρνησης» στο γράμμα του προς τον Γκόρκυ, στις 14 Σεπτεμβρίου 1921. (Ο ίδιος ο Κορολένκο μας υπενθυμίζει την πολύ σοβαρή ιδιομορφία της φυλακής το 1921.24 «Είναι ολόκληρη διαποτισμένη από τύφο». Αυτό το επιβεβαιώνουν ο Σκρίπνικωφ και άλλοι, που έζησαν εκεί).
Το 1921 έγιναν επίσης και συλλήψεις φοιτητών (όπως των φοιτητών της Ακαδημίας Τιμιριάζεφ και της ομάδας του Ε. Ντογιάρενκο), γιατί «έκαναν κριτική της καταστάσεως» (όχι δημόσια, άλλα σε ιδιαίτερες συνομιλίες). Φαίνεται πως τέτοιες περιπτώσεις ήταν ακόμα λίγες, γιατί την ανάκριση αυτής της ομάδας την είχαν αναλάβει ο ίδιος ο Μενζίνσκυ και ο Γιάγκοντα.

Το 1921 πάλι πολλαπλασιάστηκαν και πήραν συγκεκριμένη κατεύθυνση οι συλλήψεις των μελών των άλλων κομμάτων. Στην πραγματικότητα στη Ρωσία είχαν πια διαλυθεί όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα, εκτός από το κόμμα των νικητών. (Καλά θα κάνεις να μη σκάβεις τον λάκκο του αλλουνού!) Για να γίνει όμως αυτή η διάλυση ανεπανόρθωτη, έπρεπε να διαλυθούν και τα μέλη αυτών των κομμάτων, τα ίδια τα σώματά τους.


Ούτε ένας πολίτης του Ρωσικού Κράτους, που κάποτε ανήκε σε άλλο κόμμα εκτός από το κόμμα των Μπολσεβίκων, δεν μπορούσε ν' αποφύγει τη μοίρα του, ήταν καταδικασμένος (εκτός αν προλάβαινε, όπως ο Μαΐσκυ η ο Βισίνσκυ, να περάσει στις γραμμές των κομμουνιστών πατώντας στα σανίδια του ναυαγίου). Μπορεί να μη τον έπιαναν από τους πρώτους, μπορούσε να ζήση ανενόχλητα ως το 1922 (αυτό εξαρτιόταν από το πόσο επικίνδυνος ήταν), ως το 1932, ακόμα και ως το 1937. Οι κατάλογοι όμως υπήρχαν, η σειρά του ερχότανε, τον συλλαμβάνανε ή τον καλούσαν μόνο ευγενικά και του υπέβαλλαν μια μοναδική ερώτηση: Ήσαστε γραμμένος... από... μέχρι...; (καμιά φορά τον ρωτούσαν και για την εχθρική του δραστηριότητα, μα η πρώτη ερώτηση τα έκρινε όλα, όπως τώρα, ύστερα από τις δεκαετίες που πέρασαν, το βλέπουμε καθαρά). Σε συνέχεια η μοίρα αυτών των ανθρώπων μπορούσε να είναι διαφορετική. Μερικούς τους έστελναν αμέσως σε μιαν από τις πασίγνωστες τσαρικές κεντρικές φυλακές (ευτυχώς όλες οι κεντρικές φυλακές διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση, και μερικοί από τους σοσιαλιστές βρίσκονταν ξανά στα ίδια κελιά, όπου είχαν ζήσει άλλοτε, και συναντούσαν τους ίδιους δεσμοφύλακες, που γνώριζαν από παλιά ). Σε άλλους πάλι πρότειναν να πάνε εξορία, ω, όχι για πολύ καιρό, για δυο – τρία χρονάκια μόνο. Σε άλλους έδειχναν ακόμα μεγαλύτερη επιείκεια: Τους όριζαν μόνο ένα εκτός (εκτός από τις τάδε πόλεις), μπορούσαν δηλαδή να διαλέξουν μόνοι τους τον τόπο της κατοικίας τους, στο εξής όμως έπρεπε να φροντίζουν να είναι καλά παιδιά και να μείνουν κολλημένοι στο ίδιο μέρος, περιμένοντας την απόφαση της Γκεπεού.



Αυτή η επιχείρηση κράτησε πολλά χρόνια, γιατί βασική της προϋπόθεση ήταν η σιωπή και η προσπάθεια να περνάει απαρατήρητη. Είχε μεγάλη σημασία να ξεκαθαριστούν εντελώς η Μόσχα, η Πετρούπολη, τα λιμάνια, τα βιομηχανικά κέντρα, και αργότερα και οι επαρχιακές πόλεις, από τους σοσιαλιστές όλων των ειδών. Ήταν μια τεράστια αθόρυβη πασιέντσα, που 
οι κανόνες της ήταν τελείως ακατανόητοι για τους συγχρόνους της. Μόνο τώρα μπορούμε να την κατανοήσουμε στις γενικές της γραμμές. Κάποιο προνοητικό μυαλό τη σχεδίασε, κάποια προσεκτικά χέρια, χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή, άρπαζαν το τραπουλόχαρτο, που βρισκόταν τρία χρόνια σε μια στοίβα, και το τοποθετούσαν ήρεμα σε μιαν άλλη. Εκείνος που βρισκόταν στην κεντρική φυλακή στελνόταν στην εξορία (κι όσο πιο μακριά γινόταν), εκείνος που ζούσε στα "εκτός" πήγαινε επίσης εξορία (μα κάπου, όπου να μην έχει καμιά επαφή με τα "εκτός"), άλλος στελνόταν από την μιαν εξορία στην άλλη κι ύστερα πήγαινε πάλι σε μια κεντρική φυλακή (σε διαφορετική τούτη τη φορά). Αυτοί που έπαιζαν την πασιέντσα είχαν μεγάλη υπομονή. Έτσι, χωρίς θόρυβο, χωρίς φωνές, τα μέλη των άλλων κομμάτων χάνονταν και κόβονταν εντελώς οι δεσμοί τους με τον τόπο τους και με τους ανθρώπους που τους ήξεραν και γνώριζαν την επαναστατική τους δράση. Με τον τρόπο αυτό, απαρατήρητα και αναπόφευκτα, προετοιμαζόταν η εξόντωση όλων εκείνων που χαλούσαν κάποτε τον κόσμο στις φοιτητικές συγκεντρώσεις και κράδαιναν περήφανα τις τσαρικές αλυσίδες

Στη διάρκεια της επιχείρησης «Μεγάλη Πασιέντσα» εξολοθρεύτηκαν οι περισσότεροι τρόφιμοι των παλιών πολιτικών κάτεργων, γιατί ακριβώς οι Εσέροι και οι αναρχικοί, και όχι οι σοσιαλδημοκράτες, ήταν εκείνοι που καταδικάζονταν στις πιο βαριές ποινές από τα τσαρικά δικαστήρια. Αυτοί ακριβώς αποτελούσαν τον πληθυσμό των παλιών κάτεργων. 


Οι κληρικοί αποτελούσαν οπωσδήποτε τμήμα της καθημερινής παγωνιάς, τα ασημένια τους μαλλιά ξεχώριζαν σε κάθε αποστολή για τα Σολοφκύ.


Από τις αρχές της δεκαετίας 1920–1930 άρχισαν να πιάνονται στα δίκτυα των συλλήψεων και οι ομάδες των θεοσοφιστών, των μυστικοπαθών και των πνευματιστών (η ομάδα του Κόμη Πάλεν κρατούσε και πρακτικά από τις συνομιλίες της με τα πνεύματα), οι θρησκευτικοί σύλλογοι και τα μέλη του φιλοσοφικού κύκλου του Μπερντιάγιεφ. Μεταξύ των άλλων εξολοθρεύτηκαν και ρίχτηκαν στις φυλακές οι «ανατολικοί καθολικοί» (οπαδοί του Βλαντίμιρ Σολοβιώφ) και η ομάδα της Α. Ι. Αμπρικόσοβα. Οι απλοί καθολικοί και οι Πολωνοί ιερωμένοι ρίχτηκαν κι αυτοί, φυσικά, στις φυλακές. 


(Βοηθούσαν καμιά φορά και οι συμπτώσεις. Κάποιος Μόβα, από αγάπη για την τάξη και μόνο, φύλαγε στο σπίτι του τον κατάλογο όλων των δικαστικών υπαλλήλων του νομού του. Ο κατάλογος αυτός βρέθηκε, εντελώς τυχαία, το 1925 – και τους μάζεψαν όλους και τους τουφέκισαν).

Έτσι έτρεχαν οι χείμαρροι εκείνων που πιάνονταν «για την απόκρυψη της κοινωνικής τους προέλευσης» και για «την κοινωνική θέση που είχαν στο παρελθόν». Σ' αυτές τις δύο έννοιες δινόταν πολύ πλατιά ερμηνεία. Έπιαναν τους ευγενείς με βάση τους καταλόγους που υπήρχαν και έπιαναν και τις οικογένειες των ευγενών. Τελικά, χωρίς να πολύ εξετάζουν το θέμα, μάζευαν και όσους είχαν έναν ατομικό τίτλο διακρίσεως, δηλαδή απλούστατα όσους είχαν αποφοιτήσει άλλοτε από κάποιο πανεπιστήμιο. Και όταν σε έπιαναν, δεν υπήρχε επιστροφή – ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Ο Φρουρός της Επανάστασης δεν κάνει λάθη! (Υπήρχε ωστόσο και κάποιος δρόμος επιστροφής. Ήταν κάτι μικροί, ατροφικοί αντιχείμαρροι, που κατάφερναν καμιά φορά ν' ανοίξουν δρόμο. Ας θυμηθούμε τον πρώτο από αυτούς. Ανάμεσα στις γυναίκες και στις κόρες των ευγενών και των αξιωματικών δεν ήταν λίγες που ξεχώριζαν για τα ιδιαίτερά τους προσόντα και την ελκυστική τους εμφάνιση.


Μερικές από αυτές κατόρθωσαν να μπουν στον μικρό αντίθετο χείμαρρο, τον χείμαρρο της επιστροφής! Ήταν εκείνες που θυμόνταν πως μόνο μια φορά ζει κανείς και πως δεν υπάρχει πιο ακριβό πράγμα από τη ζωή μας. Προσφέρθηκαν λοιπόν να υπηρετήσουν την Τσε–Κα και τη Γκεπεού σαν καταδότριες, σαν συνεργάτριες, με οποιοδήποτε τρόπο – και όσες τους άρεσαν, τις έπαιρναν. Αυτές στάθηκαν οι πιο αποδοτικές από όλους τους πληροφοριοδότες. Βοήθησαν πολύ τη Γκεπεού, γιατί οι "πρώην" τους είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη... Θα αναφέρουμε εδώ την τελευταία πριγκίπισσα Βιαζέμσκαγια, που έγινε σπουδαία καταδότρια μετά την επανάσταση (καταδότης ήταν και ο γιος της στα Σολοφκύ), και την Κονκόρντια Νικολάγιεβνα Ιόσσε, που ήταν, όπως φαίνεται, γυναίκα με καταπληκτικά προσόντα. Τον άντρα της, πρώην αξιωματικό, τον τουφέκισαν μπροστά στα μάτια της και την ίδια την εξόρισαν στα Σολοφκύ. Μπόρεσε όμως με πολλά παρακάλια να γυρίσει στον τόπο της κι άνοιξε κοντά στην Μεγάλη Λουμπιάνκα ένα σαλόνι, όπου σύχναζαν τα ανώτερα στελέχη αυτού του ιδρύματος. Την ξανάπιασαν το 1937 μαζί με τους θαμώνες του σαλονιού της, ανθρώπους του Γιάγκοντα.


Είναι αστείο και να το πούμε, αλλά από την παλιά Ρωσία είχε διατηρηθεί, χάρη σε κάποια παράλογη παράδοση, ο Πολιτικός Ερυθρός Σταυρός. Υπήρχαν τρία τμήματά του: στην Μόσχα (Ε. Πέσκοβα, Βινάβερ), στο Χάρκοβο (Σαντομίρσκαγια) και στην Πετρούπολη. Το τμήμα της Μόσχας φερνόταν με μεγάλη ευπρέπεια – και δεν το διαλύσανε ως το 1937. Το τμήμα της Πετρούπολης όμως που το διηύθυναν ο παλιός ναρόντνικος Σεβτσώφ, ο κουτσός Χάρτμαν και ο Κοτσερόφσκι, κρατούσε ανυπόφορη στάση. Ανακατευόταν αναιδέστατα στις πολιτικές υποθέσεις, υποστήριζε τους παλιούς κρατούμενους του Σλίσσελμπουργκ (Νοβορούσκι, Αλεξάνδρα Ουλιάνοβα) και βοηθούσε όχι μόνο τους σοσιαλιστές, αλλά και τους Καέρ – τους αντεπαναστάτες. Το τμήμα αυτό διαλύθηκε το 1926 κι όλοι οι υπεύθυνοί του στάλθηκαν στην εξορία.


Τα χρόνια περνούν κι όποια ανάμνηση δεν φρεσκαριστεί, σβήνει από τη μνήμη μας. Στον καταχνιασμένο ορίζοντα του παρελθόντος το 1927 μας φαίνεται τώρα σαν χρόνος ανέμελης αφθονίας χάρη στην ατσεκούρωτη ακόμα ΝΕΠ. 

σελ.37
Τι αναποδιά όμως! Η Πολωνία ζητάει συγγνώμη, ο δολοφόνος του Βόικωφ27, που είχε ενεργήσει μόνος του, συλλαμβάνεται εκεί. Ποιος λοιπόν και πώς θα εκτελέσει την έκκληση του ποιητή; 


«Ενωμένοι, συστηματικά, με αντοχή και ανελέητα, τα σκυλιά τ' αφηνιασμένα στραγγαλίστε τα!» 


Ποιους να τιμωρήσουν λοιπόν; Ποιον να στραγγαλίσουν; Έτσι αρχίζει το σάρωμα για τους Βόικωφ. Όπως πάντα, σε κάθε αναταραχή, σε κάθε ένταση, πιάνουν τους αναρχικούς, τους Εσέρους, τους Μενσεβίκους και, χωρίς να το πολυεξετάσουν, τους διανοούμενους. Γιατί, πραγματικά, ποιους άλλους να συλλάβουν στις πόλεις; Αυτό δα έλειπε να πιάσουν κανένα από την εργατική τάξη! Αλλά τους φιλοκαντετικούς διανοούμενους τους είχαν κιόλας ξετινάξει από το 1919. Καιρός να ξετινάξουν και τους διανοούμενους που παρίσταναν την πρωτοπορία! Θα ξεφυλλίσουν ξανά τους καταλόγους των φοιτητών. Και βρίσκεται πάλι πρόχειρος ο Μαγιακόφσκυ: 

«Σκέψου ω Κομσομόλ28
μέρες και βδομάδες!
Ψάξε πιο προσεχτικά
στις γραμμές σου.
Είναι όλοι Κομσομόλοι πραγματικοί ή παριστάνουν μόνο

τους Κομσομόλους;» 

Από μια βολική κοσμοθεωρία γεννιέται κι ένας βολικός νομικός όρος: η κοινωνική προφυλακτική. Ο όρος καθιερώνεται, γίνεται δεκτός, τον καταλαβαίνουν όλοι αμέσως. (Ένας από τους προϊσταμένους της κατασκευής της διώρυγας του Μπιελομόρσκ, ο Λαζάρ Κόγκαν, θα πει πολύ γρήγορα: «Πιστεύω πως εσείς προσωπικά δεν φταίτε σε τίποτα. Αλλά σαν μορφωμένοι άνθρωποι πρέπει να καταλάβετε πως εφαρμοζόταν μια πλατιά κοινωνική προφυλακτική!») Και πραγματικά όλους αυτούς τους ύποπτους συνοδοιπόρους, όλους αυτούς τους σάπιους διανοούμενους, πότε έπρεπε να τους πιάσουν, αν όχι στις παραμονές του πολέμου για την παγκόσμια επανάσταση; Όταν θα αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος, θα είναι πια πολύ αργά!


Έτσι στη Μόσχα αρχίζει το μελετημένο χτένισμα από τετράγωνο σε τετράγωνο! Σε κάθε περιοχή κάποιος έπρεπε να την πληρώσει. Το σύνθημα ήταν: «Θα κοπανίσουμε έτσι τη γροθιά μας στο τραπέζι, ώστε ολόκληρος ο κόσμος θα τρανταχτή από τη φρίκη». Ακόμα και στο φως της ημέρας καταφθάνουν ολοταχώς στη Λουμπιάνκα και στο Μπουτύρκι κλούβες, επιβατηγά και φορτηγά αυτοκίνητα, ξέσκεπα αμάξια. Στριμωξίδι στην εξώπορτα, στριμωξίδι στην αυλή. Δεν προλαβαίνουν να ξεφορτώσουν και να καταγράψουν τους συλληφθέντες.


(Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες πόλεις. Στο Ροστώφ του Ντον, στο υπόγειο του «Τριακοστού τρίτου Οίκου» (φυλακής), υπήρχε κιόλας τόσος συνωστισμός, ώστε όταν έφτασε ο Μπόικο, με δυσκολία βρήκε μέρος να καθίσει).


Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του χειμάρρου: Μερικές δεκάδες νεαροί οργανώνουν κάτι μουσικές βραδιές, χωρίς να πάρουν άδεια από τη Γκεπεού. Ακούν πρώτα μουσική κι ύστερα πίνουν τσάι. Τα χρήματα γι' αυτό το τσάι το μαζεύουν βάζοντας από μερικά καπίκια ο καθένας. Είναι φως φανάρι πως η μουσική είναι καμουφλάρισμα για τις αντεπαναστατικές τους διαθέσεις, και τα χρήματα δεν τα μαζεύουν για το τσάι, αλλά για να ενισχύσουν την ετοιμοθάνατη παγκόσμια μπουρζουαζία. Τους πιάνουν λοιπόν ΟΛΟΥΣ, τους καταδικάζουν από τρία ως δέκα χρόνια φυλακή (η Άννα Σκρίπνικοβα άρπαξε πέντε χρόνια) και οι πρωτοστάτες (ο Ιβάν Νικολάγιεβιτς Βαρεντσώφ και άλλοι), που δεν θέλησαν να ομολογήσουν, ΤΟΥΦΕΚΙΖΟΝΤΑΙ!


Ή, για ν' αναφέρουμε ένα άλλο παράδειγμα: Στο Παρίσι, τον ίδιο χρόνο, συγκεντρώνονται μερικοί εμιγκρέδες, απόφοιτοι του Λυκείου, για την παραδοσιακή γιορτή προς τιμήν του Πούσκιν29. Το έγραψαν οι εφημερίδες. Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για μηχανορραφία του θανάσιμα πληγωμένου ιμπεριαλισμού. Συλλαμβάνονται αμέσως ΟΛΟΙ οι απόφοιτοι του Λυκείου, που έμεναν ακόμα στη Σοβιετική Ένωση. Μαζί τους πιάστηκαν και οι απόφοιτοι της Νομικής Σχολής (που κι αυτή ήταν προνομιούχο εκπαιδευτικό ίδρυμα).


Μόνο η χωρητικότητα του ΣΛΟΝ30 (Στρατοπέδου Ειδικού Περιορισμού των Σολοφκύ) περιορίζει ακόμα την έκταση που θα πάρουν οι μαζικές συλλήψεις για τον Βόικωφ. Μα ο καρκίνος του Αρχιπελάγους ΓΚΟΥΛΑΓΚ έχει αρχίσει κιόλας τη μοχθηρή ζωή του και δεν θ' αργήσει να κάνη μεταστάσεις σε όλο το κορμί της χώρας.


Αφού δοκίμασαν κάτι καινούργιο, τους άνοιξε περισσότερο η όρεξη. Είχε έρθει πια η ώρα να συντρίψουν και μιαν άλλη κατηγορία διανοουμένων, τους τεχνικούς, που θεωρούσαν τον εαυτό τους αναντικατάστατο και δεν συνήθιζαν να υπακούν σε διαταγές πριν καλά– καλά τις ακούσουν.


Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν τρέφαμε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους μηχανικούς, αυτούς τους λακέδες και υπηρέτες των πρώην καπιταλιστών αφεντάδων μας. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Επανάστασης οι εργάτες τους έβλεπαν με δυσπιστία και τους ελέγχανε διαρκώς. Παρ' όλα αυτά όμως, όσο διαρκούσε η ανοικοδόμηση, τους αφήναμε να δουλεύουν στις βιομηχανίες μας και στρέφαμε όλη τη δύναμη του ταξικού μας χτυπήματος εναντίον των άλλων διανοουμένων. Όσο περισσότερο όμως ωρίμαζε η διεύθυνση της οικονομίας μας, δηλαδή το Ανώτατο Σοβιέτ Εθνικής Οικονομίας και το ΓΚΟΣΠΛΑΝ (υπηρεσία κρατικών σχεδίων), όσο πλήθαινε ο αριθμός των σχεδίων και όσο τα σχέδια αυτά συγκρούονταν και πετάγονταν σαν άχρηστα το ένα μετά το άλλο, τόσο πιο καθαρά φαινόταν η υπονομευτική δράση των παλιών μηχανικών, η ανειλικρίνειά τους, η πονηριά τους και η πουλημένη τους ψυχή. Ο Φρουρός της Επανάστασης κοίταζε παντού άγρυπνα, και όπου κι αν έπεφτε η ματιά του, ανακάλυπτε ολοένα φωλιές, υπονομευτών.


Αυτή η εξυγιαντική εργασία έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1927 κι έδειξε στο προλεταριάτο ολοκάθαρα όλα τα αίτια των αποτυχιών και των ελαττωμάτων της οικονομίας μας. Σαμποτάρισμα στο ΝΚΠΣ (στους σιδηροδρόμους – Γι' αυτό δύσκολα βρίσκει κανείς θέση στα τραίνα και παρουσιάζονται ανωμαλίες στις μεταφορέςεμπορευμάτων). Σαμποτάρισμα και στο ΜΟΓΚΕΣ (Να γιατί γίνονται διακοπές ρεύματος). Σαμποτάρισμα στην εκμετάλλευση πετρελαίου. (Γι' αυτό δεν βρίσκεις πετρέλαιο). Σαμποτάρισμα στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία. (Γι' αυτό ο εργάτης δεν έχει ρούχα να φορέσει). Τεράστιο σαμποτάρισμα στην παραγωγή άνθρακος (Να γιατί τουρτουρίζουμε!). Όλες οι βιομηχανίες – μετάλλου, πολεμικού υλικού, παραγωγής μηχανών, ναυπηγήσεων, χημικών προϊόντων, εξορύξεων, ορυχείων χρυσού και πλατίνας, αρδευτικών μηχανημάτων – πυορροούσαν από το σαμποτάρισμα. Σε όλες τις γωνιές καραδοκούσαν εχθροί με λογαριθμικούς πίνακες! Η Γκεπεού λαχάνιαζε κυνηγώντας και σέρνοντας στις φυλακές τους δολιοφθορείς. Στις μεγάλες πόλεις, όπως και στις επαρχίες, λειτουργούσαν τμήματα της Περιφερειακής Γκεπεού και προλεταριακά δικαστήρια ξεσκάλιζαν αυτή τη βρωμιά και οι εργαζόμενοι μάθαιναν κατάπληκτοι (καμιά φορά και δεν μάθαιναν) κάθε μέρα από τις εργατικές εφημερίδες τα αηδέστατα καμώματα των υπονομευτών. Έμαθαν για τον Παλτσίνσκυ, για τον φον Μεκ, για τον Βελίτσκο31, αλλά πάρα πολλοί έμειναν ανώνυμοι. Κάθε κλάδος, κάθε εργοστάσιο ή βιοτεχνική ομάδα έπρεπε να ψάξει να βρει τους σαμποτέρ και μόλις άρχιζε το ψάξιμο, τους ανακάλυπταν αμέσως (με τη βοήθεια της Γκεπεού). Αν κάποιος μηχανικός, από αυτούς που πήραν το δίπλωμά τους πριν από την Επανάσταση, δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμα σαν προδότης, σίγουρα ήταν ύποπτος προδοσίας.



Και τι επιδέξιοι κακούργοι ήταν αυτοί οι παλιοί μηχανικοί, με πόσο διαφορετικούς σατανικούς τρόπους ήξεραν να σαμποτάρουν. Ο Νικολάι Κάρλοβιτς φον Μεκ παρίστανε στο Λαϊκό Επιτροπάτο (υπουργείο) των Συγκοινωνιών πως είναι αφοσιωμένος με την καρδιά του στην οργάνωση της νέας οικονομίας, μπορούσε ώρες ολόκληρες να συζητάει με ενθουσιασμό για τα οικονομικά προβλήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του άρεσε να δίνη συμβουλές. Μια από τις πιο επιζήμιες συμβουλές του ήταν: να αυξήσουν τον αριθμό των βαγονιών στους συρμούς, χωρίς να φοβούνται την υπερφόρτωση. Με τη βοήθεια της Γκεπεού ο φον Μεκ αποκαλύφθηκε (και τουφεκίστηκε): σκοπός του ήταν η φθορά των γραμμών, των βαγονιών και των ατμομηχανών, για να μείνει η Δημοκρατία χωρίς σιδηροδρόμους σε περίπτωση ξένης επέμβασης! Μα όταν, ύστερα από λίγο καιρό, ο νέος Επίτροπος των Συγκοινωνιών σύντροφος Καγκάνοβιτς πρόσταξε να κινήσουν ακριβώς συρμούς με μεγαλύτερο αριθμό βαγονιών, και μάλιστα με διπλάσιο ή με τριπλάσιο (γι' αυτή την ιδέα ο ίδιος και άλλοι ιθύνοντες τιμήθηκαν με το βραβείο Λένιν), οι πονηροί μηχανικοί επενέβησαν ζητώντας τον καθορισμό ορίων. Φώναζαν πως αυτά τα φορτία ξεπερνούν τα όρια αντοχής, πως τα οχήματα φθείρονται, και τουφεκίστηκαν δικαιολογημένα, γιατί έδειξαν δυσπιστία για τις δυνατότητες των σοσιαλιστικών μεταφορών.


Αυτούς τους οπαδούς των ορίων τους κυνηγούν αρκετά χρόνια συνέχεια. Βρίσκονται σε όλους τους κλάδους, ανατρέπουν τα πάντα με τους υπολογισμούς τους και δεν θέλουν να καταλάβουν πως στις γέφυρες και στις εργαλειομηχανές παίζει μεγάλο ρόλο ο ενθουσιασμός του προσωπικού. (Αυτά τα χρόνια είναι χρόνια ανατροπής όλης της ψυχολογίας του λαού. Κοροϊδεύουν τη γεμάτη περίσκεψη λαϊκή σοφία πως «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» και αναποδογυρίζουν το νόημα της παλιάς παροιμίας «όσο πιο αργά ταξιδεύεις, τόσο μακρύτερα θα φτάσεις»). Ένα μόνο εμπόδιο καθυστερεί καμιά φορά τη σύλληψη των παλιών μηχανικών: η καινούργια βάρδια δεν είναι έτοιμη ακόμα. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Λαντίζενσκυ, αρχιμηχανικός των στρατιωτικών εργοστασίων του Ιζέφσκ, συλλαμβάνεται αρχικά «για τις περιοριστικές θεωρίες του» και για την «τυφλή του πίστη 

....
 Σαν "αρχηγός" του κόμματος εμφανιζόταν ο οικονομολόγος–γεωπόνος A.B. Τσαγιάνωφ και σαν μελλοντικός "πρωθυπουργός" ο Ν.Ντ. Κοντράτιεφ. Άλλοι κατηγορούμενοι ήταν ο Λ.Ν. Γιούροφσκι, ο Μακάρωφ και ο Αλεξέι Ντογιάρενκο, καθηγητής από το Τιμιριάζιεφ (μελλοντικός "υπουργός Γεωργίας")34. Και ξαφνικά, μια ωραία μέρα, ο Στάλιν ΑΛΛΑΞΕ ΓΝΩΜΗ. Το γιατί μπορεί να μην το μάθουμε ποτέ. Αποφάσισε άραγε να σώσει την ψυχή του; Σαν νωρίς ήτανε. Μήπως αυτό οφειλόταν σε αίσθηση του χιούμορ; Είχε παραγίνει βαρετό το πράγμα, τα ίδια και τα ίδια, μα κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Στάλιν πως είχε αίσθηση του χιούμορ! Θα σκέφτηκε μάλλον πως έτσι κι αλλιώς δεν θ' αργούσε να ψοφήσει της πείνας ολόκληρη η ύπαιθρος κι όχι μόνο διακόσιες ψωροχιλιάδες. Γιατί να κοπιάζει λοιπόν; Έτσι καταργήσανε ολόκληρο το Εργατικό Αγροτικό κόμμα, πρότειναν σ' εκείνους που είχαν προλάβει "να ομολογήσουν" να αρνηθούν τις ομολογίες τους (μπορείτε να φαντασθείτε τη χαρά τους!) και τελικά δίκασαν μόνο μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Κοντράτιεφ και τον Τσαγιάνωφ35 (το 1941 όμως θα κατηγορήσουν τον βασανισμένο Βαβίλωφ πως το Εργατικό Αγροτικό κόμμα υπήρχε, και αυτός, ο Βαβίλωφ δηλαδή, ήταν ο μυστικός αρχηγός του).

Αποφάσισε άραγε να σώσει την ψυχή του; Σαν νωρίς ήτανε. Μήπως αυτό οφειλόταν σε αίσθηση του χιούμορ; Είχε παραγίνει βαρετό το πράγμα, τα ίδια και τα ίδια, μα κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Στάλιν πως είχε αίσθηση του χιούμορ! Θα σκέφτηκε μάλλον πως έτσι κι αλλιώς δεν θ' αργούσε να ψοφήσει της πείνας ολόκληρη η ύπαιθρος κι όχι μόνο διακόσιες ψωροχιλιάδες. Γιατί να κοπιάζει λοιπόν; Έτσι καταργήσανε ολόκληρο το Εργατικό Αγροτικό κόμμα, πρότειναν σ' εκείνους που είχαν προλάβει "να ομολογήσουν" να αρνηθούν τις ομολογίες τους (μπορείτε να φαντασθείτε τη χαρά τους!) και τελικά δίκασαν μόνο μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Κοντράτιεφ και τον Τσαγιάνωφ35 (το 1941 όμως θα κατηγορήσουν τον βασανισμένο Βαβίλωφ πως το Εργατικό Αγροτικό κόμμα υπήρχε, και αυτός, ο Βαβίλωφ δηλαδή, ήταν ο μυστικός αρχηγός του).

Ο ανακριτικός μηχανισμός της Γκεπεού εργαζόταν τέλεια: ΧΙΛΙΑΔΕΣ κατηγορούμενοι είχαν κιόλας ομολογήσει πως ανήκαν στο Εργατικό Αγροτικό κόμμα και αποκάλυψαν τους εγκληματικούς τους σκοπούς. Και οι αρχές υπόσχονταν να πιάσουν ΔΙΑΚΟΣΙΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ 
"μέλη" του. Σαν "αρχηγός" του κόμματος εμφανιζόταν ο οικονομολόγος–γεωπόνος A.B. Τσαγιάνωφ και σαν μελλοντικός "πρωθυπουργός" ο Ν.Ντ. Κοντράτιεφ. Άλλοι κατηγορούμενοι ήταν ο Λ.Ν. Γιούροφσκι, ο Μακάρωφ και ο Αλεξέι Ντογιάρενκο, καθηγητής από το Τιμιριάζιεφ (μελλοντικός "υπουργός Γεωργίας")34. Και ξαφνικά, μια ωραία μέρα, ο Στάλιν ΑΛΛΑΞΕ ΓΝΩΜΗ. Το γιατί μπορεί να μην το μάθουμε ποτέ. 

Σελ.44

Οι παράγραφοι στριμώχνονται, όπως στριμώχνονται και τα χρόνια, κι ούτε μπορούμε να πούμε με τη σειρά τους, όλα όσα συνέβαιναν. (Η Γκεπεού όμως τα κατάφερνε μια χαρά! Δεν άφηνε να της ξεφύγει τίποτα!) Πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε πάντα: 
πως τους θρήσκους τους πιάνουν αδιάκοπα, σαν κάτι φυσικό. (Πάνω σ' αυτό έρχονται στην επιφάνεια διάφορες ημερομηνίες και γεγονότα. Μια είναι "η νύχτα της πάλης κατά της θρησκείας", η παραμονή των Χριστουγέννων του 1929 στο Λένινγκραντ, όταν συνέλαβαν πολλούς θρήσκους διανοουμένους, κι όχι ώσπου να ξημερώσει μόνο, αλλά και σαν σε χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Και πάλι στο Λένινγκραντ, τον Φεβρουάριο του 1932, κλείνουν πολλές εκκλησίες ταυτόχρονα και συλλαμβάνουν ομαδικά τους ιερείς. Για άλλες πολλές ημερομηνίες και μέρη δεν μας μίλησε ως τώρα κανείς). 


–πως δεν παραλείπουν να συντρίβουν και τις αιρέσεις, ακόμα κι αυτές που συμπαθούν τον κομμουνισμό. (Έτσι το 1929 έπιασαν όλα ανεξαιρέτως τα μέλη μιας κοινότητας ανάμεσα στις πόλεις Σότσι και Χόστα. Η κοινότητα αυτή είχε ρυθμισμένα τα πάντα με βάση τις κομμουνιστικές αρχές, και την παραγωγή και την κατανομή των αγαθών, και όλα γίνονταν πάρα πολύ τίμια – η χώρα μας δεν θα τα καταφέρει να φτάσει σ' αυτό το επίπεδο τιμιότητας ούτε ύστερα από εκατό χρόνια. Δυστυχώς όμως οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ μορφωμένοι, πολύ μυημένοι στη θρησκευτική φιλολογία, και η φιλοσοφία τους δεν ήταν άρνηση του Θεού, αλλά ένα κράμα από Βαπτισμό, από τις θεωρίες του Τολστόι και του Γιόγκα. Επομένως μια τέτοια ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ήταν εγκληματική και δεν μπορούσε να κάνη τον λαό ευτυχισμένο ).

Στη δεκαετία 1920 – 30 μια μεγάλη ομάδα οπαδών του Τολστόι εκτοπίστηκε στους πρόποδες του Αλτάι. Εκεί, μαζί με τους Βαπτιστές, συγκρότησαν οικισμούς – κοινότητες. Όταν άρχισε η οικοδόμηση του βιομηχανικού συγκροτήματος του Κουζνέτς, αυτοί του προμήθευαν τα τρόφιμα. Ύστερα άρχισαν οι συλλήψεις. Πρώτους έπιασαν τους δασκάλους (δεν δίδασκαν σύμφωνα με τα κρατικά προγράμματα) – τα παιδιά έτρεχαν πίσω από τα αμάξια ξεφωνίζοντας – και έπειτα τους ηγέτες της κοινότητας.

–πως η Μεγάλη Πασιέντσα των σοσιαλιστών συνεχίζεται αδιάκοπα∙  

–πως το 1929 συλλαμβάνουν τους ιστορικούς, (Πλατόνωφ, Ταρλέ, Λιουτόφσκι, Γκότιε, Λιχατσώφ, Ισμαϊλώφ) και τον διακεκριμένο φιλόλογο Μ.Μ. Μπάχτιν, που δεν τους είχαν εξορίσει στο εξωτερικό όταν έπρεπε∙ 
«Σ' αυτή την εποχή της δικτατορίας και περιστοιχισμένοι από εχθρούς από όλες τις πλευρές, δείχνουμε πότε – πότε περιττή ευσπλαχνία, περιττή καλοψυχία».
Κρυλένκο, αγόρευση στη δίκη του Βιομηχανικού Κόμματος 
---------------
Όταν έπιασαν τον μηχανοδηγό των τραίνων Ινόσιν, στο δωμάτιο βρισκόταν το φέρετρο με το παιδί του, που μόλις είχε πεθάνει. Οι εκπρόσωποι του νόμου πέταξαν το παιδί από το φέρετρο, και έψαξαν και εκεί! Σηκώνουν ακόμα και τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους και λύνουν τους επιδέσμους.Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο στη διάρκεια της έρευνας! Από τον Τσετβερούχιν, συλλέκτη παλαιών εγγράφων, "άρπαξαν αρκετά φύλλα τσαρικών διαταγμάτων (ουκάζια)", και συγκεκριμένα τα ουκάζια για τον τερματισμό του πολέμου με τον Ναπολέοντα, για τη σύναψη της Ιεράς Συμμαχίας και για τη Δέηση που έγινε εναντίον της χολέρας το 1830. Από τον καλύτερο γνώστη μας του Θιβέτ Βοστρικώφ κατασχέσανε αρχαία πολύτιμα θιβετιανά χειρόγραφα (και οι μαθητές του μακαρίτη κατάφεραν να τα γλιτώσουν από τα χέρια της ΚαΚεΜπε3 μόνο ύστερα από 30 χρόνια!) 

Όταν έπιασαν τον ειδικό των ανατολικών μελετών Νέφσκυ, του πήραν τα χειρόγραφα των Ταγκούτ (και ύστερα από 25 χρόνια στον μακαρίτη απονεμήθηκε μεταθανάτια το βραβείο Λένιν, γιατί κατάφερε πρώτος να τα διάβαση). Από τον Κάργκερ πήραν το αρχείο των Οστιάκ του ποταμού Γιενισέι και απαγόρευσαν το σύστημα γραφής και το αλφάβητο που είχε εφεύρει αυτός – έτσι ένας ολόκληρος λαός έμεινε χωρίς γραφή. Θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να τα περιγράψει κανείς όλα αυτά λογοτεχνικά, να πώς χαρακτηρίζει όμως ο λαός τις έρευνες της αστυνομίας: Ψάχνουν να βρουν ό,τι δεν υπάρχει.


Όσα κατασχεθούν, τα παίρνουν μαζί τους, καμιά φορά μάλιστα αναγκάζουν και τον ίδιο τον κρατούμενο να τα μεταφέρει. Έτσι η Νίνα Αλεξάντροβνα Παλτσίνσκαγια κουβάλησε στην πλάτη της το σακί με τα χαρτιά και τα γράμματα του μακαρίτη του άντρα της, του ακαταπόνητου μεγάλου Ρώσου μηχανικού, και τα πήγε η ίδια στο στόμα ΤΟΥΣ, για πάντα, χωρίς γυρισμό.
Για εκείνους που μένουν μετά τη σύλληψη, αρχίζει μια μακρόσυρτη, ρημαγμένη, άδεια ζωή. Δοκιμάζουν να στείλουν δέματα. Μα από όλες τις θυρίδες ακούγονται γαυγίσματα: «Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει στον κατάλογο», «δεν έχουμε κανένα τέτοιον!» Στις χειρότερες μέρες του Λένινγκραντ, για να φτάσεις σ' αυτή τη θυρίδα, χρειαζόταν να σταθείς στην ουρά πέντε μερόνυχτα. Και μόνο έπειτα από κανένα εξάμηνο, ή και χρόνο ακόμα, ο ίδιος ο κρατούμενος ίσως να δώσει κανένα σημείο ζωής ή ίσως να σας πληροφορήσουν απότομα: «Δεν έχει δικαίωμα αλληλογραφίας». Κι αυτό σημαίνει – για πάντα. «Δεν έχει δικαίωμα αλληλογραφίας» – σημαίνει σχεδόν σίγουρα: τουφεκίστηκε4.
Έτσι φανταζόμαστε τη σύλληψη.
 ...

Δεν γίνεται να συλλάβουν τον καθένα στο σπίτι του, χτυπώντας πρώτα την πόρτα (κι αν πρέπει να χτυπήσουν την πόρτα, αυτό το κάνει ο θυρωρός ή ο ταχυδρόμος), ούτε είναι δυνατό να πιάσουν τον καθένα στη δουλειά του. Αν ο συλλαμβανόμενος είναι ζόρικος, είναι πιο εύκολο να τον πιάσουν έξω από το συνηθισμένο του περιβάλλον – μακριά από τους συγγενείς του, τους συναδέλφους του, τους ομοϊδεάτες του, από κάθε μέρος κατάλληλο για κρυψώνα. Δεν πρέπει να προλάβει ούτε να καταστρέψει, ούτε να κρύψει τίποτα, ούτε να ειδοποίηση κανέναν. Τους ανώτερους λειτουργούς, στρατιωτικούς ή στελέχη του κόμματος, τους τοποθετούσαν καμιά φορά σε νέες θέσεις, έθεταν στη διάθεσή τους ειδικό βαγόνι– σαλόνι και τους έπιαναν κατά το ταξίδι. Κάποιος αφανής θνητός, που έχει τρομοκρατηθεί από το κύμα των συλλήψεων και τον βασανίζουν μια βδομάδα κιόλας οι λοξές ματιές των προϊσταμένων του, καλείται ξαφνικά στα τοπικά γραφεία του συνδικάτου, όπου του προσφέρουν όλο χαρά ένα εισιτήριο για τα αναπαυτήρια του Σότσι. Το κουνέλι συγκινείται – άδικα λοιπόν τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ. Τους ευχαριστεί ενθουσιασμένος και τρέχει στο σπίτι του για να ετοιμάσει τη βαλίτσα του. Του μένουν μόλις δυο ώρες, ώσπου να φύγει το τραίνο, και βρίζει την αργοκίνητη γυναίκα του. Να κι ο σταθμός! Έχει ακόμα αρκετή ώρα στη διάθεσή του. Στην αίθουσα αναμονής ή στο μπαρ τον φωνάζει ένας συμπαθητικός νεαρός: «Δεν με γνωρίζετε, Πιότρ Ιβάνιτς;» Ο Πιότρ Ιβάνιτς βρίσκεται σε δύσκολη θέση: «Δεν σας θυμάμαι, αν και...» Ο νεαρός είναι γεμάτος διαχύσεις: «Μα πώς, μα πώς, ελάτε να σας θυμίσω...» και, χαιρετώντας ευγενικά τη σύζυγο του Πιότρ Ιβάνιτς, της λεει: «Με συγχωρείτε, θα σας πάρω τον άντρα σας για μια στιγμούλα...» Η σύζυγος δίνει την άδεια, ο άγνωστος πιάνει με οικειότητα τον Πιότρ Ιβάνιτς από το χέρι – και τον παίρνει για δέκα χρόνια, ή για πάντα! 

Ο κόσμος στον σταθμό πηγαινοέρχεται ολόγυρα και δεν αντιλαμβάνεται τίποτα... Μην ξεχνάτε πως σε κάθε σταθμό υπάρχει τμήμα της Γκεπεού και μερικά κελιά. 

Η φορτικότητα αυτών των δήθεν γνωστών είναι τόσο έντονη, ώστε όποιος δεν έχει συνηθίσει στους λυκίσιους τρόπους των στρατοπέδων, δύσκολα μπορεί να τους ξεφορτωθεί. Και μη νομίζετε πως επειδή είστε, λόγου χάρη, ο Αλ–ερ Ντ., υπάλληλος της Αμερικανικής πρεσβείας, δεν μπορούν να σας συλλάβουν μέρα–μεσημέρι στην οδό Γκόρκυ, δίπλα στο κεντρικό τηλεγραφείο. Ο άγνωστος φίλος σας χιμάει επάνω σας μέσα στο πυκνό πλήθος με ανοιχτές τις αρπακτικές αγκάλες του: «Σάσα!» φωνάζει με όλη του τη δύναμη, χωρίς να κρύβεται, καθόλου. «Παλιόφιλε! Χρόνια και ζαμάνια έχουμε να ιδωθούμε!... Έλα, πάμε στην άκρη, να μην ενοχλούμε τον κόσμο». Και εκεί, στην άκρη, δίπλα στο πεζοδρόμιο, μόλις έχει σταματήσει ένα αυτοκίνητο "Πομπιέντα" (Σε μερικές μέρες το πρακτορείο ΤΑΣ θα δηλώσει οργισμένα σε όλες τις εφημερίδες πως οι αρμόδιοι κύκλοι δεν γνωρίζουν τίποτα για την εξαφάνιση του Αλ–ερ Ντ.) Χρειάζεται σοφία γι' αυτό; Οι λεβέντες μας έκαναν παρόμοιες συλλήψεις και στις Βρυξέλλες (έτσι έπιασαν τον Ζόρα Μπλεντνώφ). Τι κουβέντα λοιπόν μπορεί να γίνεται για τη Μόσχα;
Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε την αξία των Πρακτόρων. Σ' έναν αιώνα που οι λόγοι των ρητόρων, τα θεατρικά έργα και τα σχέδια των γυναικείων φορεμάτων φαίνονται σαν να βγήκαν από το ίδιο καλούπι, οι συλλήψεις παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. 
...
Οι συλλήψεις μοιάζουν καμιά φορά με παιχνίδι, μόνο που αφιερώνεται σ' αυτές περίσσια εφευρετικότητα, παραπανίσια ενέργεια, ενώ το θύμα έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ν' αντισταθεί. Μήπως μ' αυτό τον τρόπο οι πράκτορες θέλουν να δικαιολογήσουν τον μισθό τους και τον μεγάλο τους αριθμό; Γιατί, όπως φαίνεται, θα ήταν αρκετό να στείλουν απλώς ειδοποιητήρια στα σημαδεμένα κουνέλια – και αυτά θα παρουσιάζονταν πρόθυμα στην ορισμένη ώρα, με ακρίβεια δευτερολέπτου, με το μπογαλάκι τους στο χέρι, μπροστά στη μαύρη σιδερένια εξώπορτα της Υπηρεσίας Ασφαλείας, για να καταλάβουν ένα κομμάτι του πατώματος στο προορισμένο γι' αυτούς κελί. (Μήπως έτσι δεν συλλαμβάνουν τους κολχόζνικους; Αυτό δα έλειπε, να πάνε να τους βρουν νυχτιάτικα στην καλύβα τους, περνώντας τους άθλιους δρόμους. Τους καλούν απλούστατα στο αγροτικό Σοβιέτ, και εκεί τους πιάνουν. Τους απλούς εργάτες τους καλούν στα γραφεία του εργοστασίου).
Φυσικά, κάθε μηχανή έχει ορισμένα όρια αποδόσεως, που δεν μπορεί να τα ξεπεράσει. Στα 1945–1946, χρόνια εντατικής και αδιάκοπης δουλειάς, όταν τα στρατιωτικά τραίνα έφταναν από την Ευρώπη το ένα μετά το άλλο και έπρεπε να απορροφηθούν όσοι έρχονταν και να σταλούν στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ, τότε κανείς δεν χρησιμοποιούσε πια αυτό το περιττό παιχνίδι, η ίδια η θεωρία ξεθώριασε αρκετά, έχασε τα τελετουργικά της φτερά και οι συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων κατάντησαν ένα βαρετό προσκλητήριο: οι πράκτορες στέκονταν με τους καταλόγους στο χέρι, καλούσαν ανθρώπους από το ένα τραίνο, τους φόρτωναν σ' ένα άλλο, κι αυτή ήταν όλη η σύλληψη.
Βασικό γνώρισμα των πολιτικών συλλήψεων στο τόπο μας, για μερικές δεκαετίες, ήταν το γεγονός ότι πιάνονταν άνθρωποι εντελώς αθώοι, που γι' αυτό ακριβώς ήταν απροετοίμαστοι και για την πιο παραμικρή αντίσταση. Αυτό δημιουργούσε ένα γενικό αίσθημα υποταγής στη μοίρα και την εντύπωση (αρκετά σωστή άλλωστε με το σύστημα του εσωτερικού διαβατηρίου που εφαρμόζεται στη χώρα μας) πως είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τη Γκεπεού ή τη ΝιΚαΒεΝτε. Ακόμα και την εποχή που η επιδημία των συλλήψεων βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, όταν οι άνθρωποι, φεύγοντας κάθε μέρα για τη δουλειά τους, αποχαιρετούσαν την οικογένειά τους, γιατί δεν ήταν σίγουροι πως θα γύριζαν το βράδυ, ακόμα και τότε δεν προσπαθούσαν ποτέ σχεδόν να το σκάσουν (και αυτοκτονούσαν μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις). Κι αυτό ακριβώς χρειαζόταν.


...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεγάλη Παρασκευή και ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας

Σταύρωση Ιερέων

A. ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ-ΠΤΕΡΥΓΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΩΝ

Η δυναμη της σιώπης - Carlos Castaneda

Αποφθέγματα του Άρθουρ Σοπενχάουερ

39 αποφθέγματα από τον ταριχευμένο Φαράω του Κομμουνισμού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 21/1/1924.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή