Η επιλογή μας...

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν!

Ο Λενιν και ο Σολζενίτσιν ! Ο Λένιν επιστρέφει παράνομα στη Ρωσσία τον Οκτώβριο του 1917. Κομμουνισμοό!Γενοκτονία και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος, Κολλεκτιβοποίηση, Πείνα, φρίκη,Τρομοκρατία,Καταστολή,Εμφύλιος Πόλεμος, Μίσος, φθόνος, βία,Ταξική Πάλη,Κανιβαλισμός, Ομοιομορφία, Εξισωτισμός, Αποκτήνωση, Δικτατορία, ιδεολογικός Ολοκληρωτισμὀς, Εθνοκάθαρσεις,  Κὀμμα-Θεός-Θρησκεία-Λατρεία-, Ιερατείο-Α ρχηγός , Μιλιταρισμός, εφεύρεση του εσωτερικού και εξωτερικού Εχθρού, Αμοραλισμός, Κυνισμός, μαχητικός Αθεϊσμός, Ρατσισμός, Αντ ισημιτισμός, κρετινισμός, βλακεία, ηλιθιότητα, Παράλογο, Αστυνομικό Κράτος, Μυστική Αστυνομία, παρακολουθήσεις, χαφιεδισμός, καταδότες, προδότες και προδοσίες κατάργηση του Προσώπου,του Ατόμου,της Ιδιωτικής ζωής,της Ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της Αυτενέργειας, της Ελεύθερης Οικονομίας, Ποινική και Ψυχιατρική Καταστολή των Διαφωνούντων με την Αλήθεια της Μαρξιστικής Ιδεολογίας ως εγκληματιών και ψυχασθενών, νέα Γλώσσα,κατασκευή ενός νέου Υπερανθρώπου του Ταξικά Καθ...

Η Ιντούνα και τα μήλα της: Πώς ο Λόκι έθεσε σε κίνδύνο τούς Θεούς.

Μύθοι της Σκανδιναβίας

Στο Άσγκαρντ υπήρχε ένας κήπος, και σε αυτόν τον κήπο υπήρχε ένα δέντρο, και αυτό το δέντρο έβγαζε αστραφτερά μήλα. Κάθε μέρα πού περνά μας κάνει να γερνάμε και μας φέρνει πιο κοντά στη μέρα που θα είμαστε σκυφτοί και αδύναμοι, με γκρίζα μαλλιά και αδύναμα μάτια. 'Ομως εκείνα τα αστραφτερά μήλα πού μεγάλωναν στο Άσγκαρντ είχαν μια ιδιαίτερη ιδιότητα: όποιος τα έτρωγε κάθε μέρα δεν γερνούσε ποτέ ούτε μια μέρα, γιατί τα μήλα κρατούσαν μακριά τα γη ρατειά. Η Ιντούνα, η Θεά, φρόντιζε το δέντρο στο οποίο μεγάλωναν τα αστραφτερά μήλα. Το δέντρο δεν έβγαζε ούτε ένα μήλο αν δεν ήταν εκείνη εκεί για να το φροντίσει. Και κανένας εκτός από την Ιντούνα δεν μπορούσε να κόψει τα αστραφτερά μήλα. Κάθε πρωτα έκοβε και τα άφηνε στο καλάθι της και κάθε μέρα οι Θεοί και οι Θεές έρχονταν στον κήπο της για να φάνε τα αστραφτερά μήλα και να μείνούν για πάντα νέοι. Η Ιντούνα δεν έφεύγε ποτέ από τον κήπο της. 'Ολη μέρα και όλη νύχτα έμενε μέσα στον κήπο ή στο χρυσό σπίτι της δίπλα τον, και όλη μέρα κάθε μέρα άκούγε τον Μπράγκι, τον άντρα της, να λέει μια ιστορια που δεν είχε τέλος. Ηρθε όμως κάποια στιγμή που η Ιντοϋνα και τα μήλα της χαθηκαν από το Άσγκαρντ, και οι Θεοί και οι Θεές αισθάνθηκαν τα γηρατεια να τους πλησιάζουν. Να πώς έγιναν όλα αυτά.



Ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, συχνά πήγαινε στη γη των ανθρώπων για να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες τους. Μια φορά πήρε τον Λόκι μαζί τον, τον Λόκι, που κάνει το καλό και κανει και το κακό. Για πολύ καιρο ταξίδεναν στον κόσμο των ανθρώπων. Τελικά έφτασαν κοντά στο Τζοτοννχάιμ, το βασίλειο των Γιγάντων. 'Ηταν μια ζοφερή και άδεια περιοχή. Δεν μεγάλωνε τίποτα εκεί, ούτε καν Θάμνοι με μούρα. Δεν υπήρχαν πουλιά, δεν υπήρχαν ζώα. Καθώς περνούσαν από αυτή την περιοχή ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, και ο Λόκι, που κάνει και το καλό και κάνει και το κακό, πείνασαν. Αλλά σε όλη τη γη γύρω δεν έβλεπαν τίποτα που να μπορούν να το φάνε. 0 Λόκι, τρέχοντας από 'δώ κι από 'κεί, βρήκε τελικά ένα κοπάδι άγρια γελάδια. Τα πλησίασε αθόρυβα, έπιασε έναν νεαρό ταύρο και τον σκότωσε. Μετά έκοψε τη σάρκα του σε λωρίδες. Άναψε μια φωτιά και έβαλε το κρέας σε σούβλες για να ψηθεί. 'Οσο ψηνόταν το κρέας, ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, είχε καθίσει λίγο πιο μακριά και συλλογιζόταν τα πράγματα που είχε δει στον κόσμο των ανθρώπων. 0 Λόκι άρχισε να ρίχνει όλο και πιο πολλά ξύλα στη φωτιά. Τελικά φώναξε τον Οντίν, και ο Πατέρας των Θεών πλησίασε και κάθισε κοντά στη φωτιά για να φάει. Αλλά όταν έβγαλαν το κρέας από τα σουβλιά και ο Οντίν πήγε να το κόψει, είδε ότι ήταν ακόμη ωμό. Χαμογέλασε με τον Λόκι που νόμισε ότι το κρέας είχε ψηθεί, και ο Λόκι, ενοχλημένος που είχε κάνει τέτοιο λάθος,έβαλε πάλι το κρέας στη φωτιά κι έριξε κι άλλα ξύλα. Μετά έβγαλε πάλι το κρέας από τα σουβλία και φώναξε τον Οντίν για να φάει. Ο Οντίν, όταν πήρε το κρέας που έφερε ο λόγοι, είδε  οτι ήταν ωμό σαν να μην είχε μπει ποτέ πάνω σε φωτιά. «Δικό σον κόλπο είναι αυτό, Λόκι;» είπε. 

Ο Λόκι Θύμωσε τόσο πολύ πού το κρέας δεν ψηνόταν, ώστε ο Οντίν κατάλαβε ότι δεν έκανε εκείνος κόλπα. Μέσα στον θυμό του τα έβαλε με το κρέας και τα έβαλε με τη φωτιά. Πέρασε πάλι το κρέας στα σουβλιά κι έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά. Κάθε ώρα έβγαζε το κρέας σίγούρος ότι τώρα ήταν ψημένο, και κάθε φορά πού το έβγαζε ο Οντίν έβλεπε ότι το κρέας ήταν ωμό όπως και την πρώτη φορά πού το έβγαλαν απο τη φωτιά. 

Τότε ο Οντίν κατάλαβε ότι το κρέας πρέπει να ήταν μαγεμένο από τους Γίγαντες. Σηκώθηκε και συνέχισε τον δρόμο τον, θυμωμένος αλλά δυνατός. Ο Λόκι όμως δεν ήθελε να αφήσει το κρέας πού είχε βάλει πάλι στη φωτιά. Θα το έψηνε, δήλωσε, και δεν θα έφεύγε από 'κεί πεινασμένος. Ξημέρωσε και ο Λόκι έβγαλε πάλί το κρέας. Καθώς το σήκωνε από τη φωτιά άκουσε φτεροκόπημα πάνω από το κεφάλι τον. Σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν τεράστιο αετό, τον μεγαλύτερο πού είχε εμφανιστεί ποτέ στον ουρανό. Ο αετός έκανε κύκλούς στον ουρανό και ήλθε πάνω από το κεφάλι τον Λόκι. «Δεν μπορείς να ψήσεις το κρέας;» τον φώναξε ο αετός.

«Δεν μπορώ να το ψήσω», είπε ο Λόκι. 

«Θα σον το ψήσω εγώ, αν μού δώσεις μερίδιο», φώναξε ο αετός.

«'Ελα, τότε, και ψήσ' το», είπε ο Λόκι. 

Ο αετός έκανε κύκλους μέχρι πού βρέθηκε πάνω από τη φωτιά. Τότε άρχισε να χτυπά τα μεγάλα φτερά τον από πάνω της, και έκανε τη φωτιά να φουντώσει. Τα ξύλα πού έκαιγαν έβγαζαν μια ζέστη που ο Λόκι δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Σε ένα λεπτό τράβηξε το κρέας από τη φωτιά και είδε ότι ήταν καλά ψημένο. «Το μερίδιό μού, το μερίδιό μού, δώσε μού το μερίδιό μου», τον φώναξε ο αετός. Κατέβηκε κάτω, άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και το καταβρόχθισε αμέσως, το έτρωγε, μέχρι που δεν  έμεινε σχεδόν καθόλου κρέας για τον Λόκι.

Καθως ο αετός άρπαξε και το τελευταιο. κομμάτι, ο Λόκι θύμωσε πολυ.Αρπαξε το  σουβλί στο οποίο είχε ψηθεί το κρέας και καρφωσε τον αετό. πολύ. Ακούστηκε μια κλαγγή σαν να είχε τυπήσει μέταλλο. Το ξύλινο σουβλι δεν έβγαινε.  Ξαφνικά ο αετός σηκώθηκε στον αέρα. Αλλά ο Λόκι δεν άφηνε το σουβλί. Ο Λόκι δεν άφηνε το σουβλί καρφωμένο στο στήθος και υψώθηκε κι αυτός μαζί του.

Μέχρι να καταλάβει ο Λόκι τι συμβαίνει βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα ψηλά στον αέρα και ο αετός πετούσε μαζί τον προς το Τζοτουνχάιμ, το βασίλειο των Γιγάντων. Και ο αετός φώναζε: «Λόκι, φίλε Λόκι, σε έχω στο χέρι επιτέλους. Εσύ ήσουν που με την πονηριά σον στέρησες από τον αδελφό μου την ανταμοιβή τον για το τείχος που έφτιαξε γύρω από το Άσγκαρντ. 'Ομως, Λόκι, τώρα σε κρατώ στο χέρι επιτέλους. Μάθε λοιπόν ότι αυτός που σε έπιασε είναι ο Οιάστ ο Γίγαντας, ω Λόκι, πιο πονηρέ από όλους τους κατοίκούς τον Άσγκαρντ». 

Έτσι φώναξε ο αετός καθώς πετούσε με τον Λόκι προς το Τζοτουνχάιμ, το βασίλειο των Γιγάντων. Πέρασαν πάνω από τον ποταμό που χωρίζει το Τζοτουνχάιμ από το Μίντγκαρντ, τον Κόσμο των Ανθρώπων. Και  τώρα ο Λόκι είδε ένα τρομερό  μέρος από κάτω τον, μια γη σκεπασμένη απο παγους και βραχια. Υπήρχαν μεγάλα βουνά που δεν φωτίζονταν ούτε απο τον ήλιο ούτε από την σελήνη, αλλά από στήλες φωτιάς που τινάζονται κάθε τόσο μεσο από ρωγμές στη γη ή από τις κορυφές των βουνών.

Ο αετός πέταξε πάνω από μεγαλο παγοβοννο. Ξαφνικά , τίναξε το σουβλι  από το στήθος τον και ο Λόκι έπεσε κατω στο πάγο. Ο αέτος του φώναξε: «Σε εχω στο έχω χέρι επιτέλους, ω πονηρότερε των κατοίκων τον Άσγκαρντ» . Ο αετός άφησε τον Λόκι εκεί και πέταξε μέσα σε μια ρωγμή στο βουνό.

Ο Λόκι ήταν σε άθλια κατάσταση πάνω στο παγόβούνο. Το κρύο ήταν θανάσιμο. Δεν κινδύνεύε να πεθάνει γιατί ήταν ένας από τους κατοίκούς τον Άσγκαρντ και ήταν αδύνατο να βρει τον Θάνατο με τέτοιο τρόμο. 'Ομως, έστω και αν δεν πέθαινε, αισθανόταν δεμένος πάνω σε κείνο το παγό-βούνο με παγωμένες αλυσίδες. 

'Υστερα από μια μέρα εμφανίστηκε πάλι αυτός που τον είχε πιάσει, όχι σαν αετός αυτή τη φορά, αλλά με την πραγματική τον μορφή, τη μορφή τον Οιάσι τον Γίγαντα. 

«Θέλεις να φύγεις από το παγόβουνο, Λόκι», είπε, «και να επιστρέψεις στο ωραίο παλάτι σον στο Άσγκαρντ; Σον αρέσει πολύ το Άσγκαρντ, αν και ανήκεις στους Θεούς μόνο κατά το μισό. Ο πατέρα σον, Λόκι, ήταν ο Γίγαντας Άνεμος». 

«Μακάρι να μπορούσα να φύγω από αυτότο παγόβουνο», είπε ο Λόκι, μετα δάκρυα να παγώνουν στο πρόσωπό του. 

«Θα μπορέσεις να φύγεις όταν δείξεις ότι είσαι έτοιμος να μου πληρώσεις τα λύτρα σου», είπε ο Θιάστ. «Θα πρέπει να μου φέρεις τα αστραφτερά μήλα που έχει η Ιντούνα στο καλάθι της».

«Δεν μπορώ να σον φέρω τα μήλα της Ιντούνα, Οιάσι», είπε ο Λόκι. 

«Τότε μείνε πάνω στο παγόβούνο», είπε ο Οιάσι ο Γίγαντας. Έφυγε και άφησε τον Λόκι εκεί με τις ριπές των τρο-μερών ανέμων να τον χτυπούν σαν σφυριά. 
´
Οταν ήλθε πάλι ο Οιάσι και τον μίλησε για τα λύτρα τον, ο Λόκι είπε: «Δεν υπάρχει τρόπος να πάρω τα αστραφτερά μή-λα από την Ιντούνα».

«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος, ω πονηρέ Λόκι», είπε ο Γίγαντας.

«Η Ιντούνα, αν και φρούρεί καλά τα αστραφτερά μήλα, είναι εύπιστη », είπε ο Λόκι. «Μπορεί να την πείσω να βγει έξω από τείχη τον Άσγκαρτ. Αν βγει έξω, θα φέρει μαζί της αςτραφτερα μήλα,  γιατί δεν τα αφήνει ποτε απο το χέρι της παρά μόνο όταν τα δίνει στούς Θεούς και τις Θεές για να τα φάνε». 


«Φρόντισε να βγει έξω από το τείχος του Ασγκαρντ», είπε ο Γίγαντας. «Αν βγει έξω απο το τείχος θα της πάρω τα μήλα. Ορκίσού στο Δέντρο τον Κοσμου ότι θα καταφέρεις την Ιντούνα να βγει από το τείχος τον Άσγκαρντ. Ορκίσου, Λόκι, και Θα σε αφήσω να φύγεις». 

«Ορκίζομαι στο Υγκντράσιλ, το Δέντρο τον Κόσμού, ότ θα πείσω την Ιντούνα να βγει από το τείχος τον Άσγκαρντ αν με πάρεις από αυτό το παγόβούνο», είπε ο Λόκι.


Τότε ο Θιάσι μεταμορφώθηκε πάλι σε τεράστιο αετό, και πιάνοντας τον Λόκι με τα νύχια τον, πέταξε μαζί τον πάνω από το ποτάμι που χωρίζει το Τζοτοννχάιμ, το βασίλειο των Γιγάντων, από το Μίντγκαρντ, τον Κόσμο των Ανθρώπων. Τον άφησε στο έδαφος στο Μίντγκαρντ, και ο Λόκι μετά συνέχισε τον δρόμο τον για το Άσγκαρντ. 

Στο μεταξύ ο Οντίν είχε φτάσει ήδη και είχε πει στους κατοίκούς τον Άσγκαρντ για την προσπάθεια τον Λόκι να ψήσει το μαγεμένο κρέας. 'Ολοι γέλασαν με τη σκέψη ότι ο Λόκι είχε απομείνει πεινασμένος παρά την πονηριά τον. 'Ετσι όταν έφτασε στο Άσγκαρντ δείχνοντας ότι λιμοκτονεί, σκέφτηκαν ότι ήταν επειδή δεν είχε φάει τίποτα. Όλοι γελούσαν με τη σκέψη οτι ο Λόκι είχε απομείνει  πειναςμενος παρά την πονηριά τουα. Έτσι οταν έφτασε στο Ασγκαρντ δείχνοντας πως λιμοκτονεί  σκέφτηκα οτι ήταν επειδή δεν είχε φάει τίποτα. Γελούσαν μαζι του όλο και πιο πολύ.  Τον πήγαν όμως στην Αίθούσα των Συμποσίων και τον έδωσαν το καλύτερο φαγητό και κρασί από το ποτήρι τον Οντίν. 'Οταν τελείωσε το συμπόσιο σι κάτοικοι τον Άσγκαρντ πήγαν στον κήπο της Ιντούνα οπως συνηθιζαν. 

Εκεί καθόταν η Ιντούνα στο  χρυσό σπίτι που υπήρχε στον κηπο της, Αν ζούσε στο κόσμο των ανθρώπων, όποιος την έβλεπε θα θυμόταν την αθωότητά τον βλέποντας ένα πλάσμα τοςο ομορφο και καλό. Είχε ματια γαλάζια σαν τον γαλάζiο ουρανό, και χαμογελούσε σαν να θυμόταν όμορφα πράγματα πον είχε δει ή ακούσει. Το δέντρο μετα αστραφτερά μήλα ήταν δίπλα της. 

Σε κάθε Θεό και Θεά η Ιντούνα έδωσε ένα αστραφτερό μήλο. Ο καθένας έφαγε το μήλο πον τον έδωσε, νιώθοντας χαρά με τη σκέψη ότι δεν Θα γεράσει κατά μία μέρα. Μετά ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, είπε τούς ρούνονς πον έλεγαν πάντα σε έπαινο της Ιντούνα, και οι κάτοικοι τον Άσγκαρντ βγήκαν από τον κήπο της Ιντούνα, ο καθένας για να πάει στο δικό τον χρυσό παλάτι.


Όλοι έφυγαν εκτός από τον Λόκι, αυτόν που έκανε το καλό αλλά έκανε και το κακό. Ο Λόκι καθόταν στον κήπο κοιτάζοντας την όμορφη και εύπιστη Ιντούνα. 'Επειτα από λίγο εκείνη του μίλησε και τον είπε: «Γιατί μένεις ακόμη εδώ, σοφέ Λόκι; »

«Για να δω καλά τα μήλα σου», απάντησε ο Λόκι. «Αναρωτιέμαι αν τα μήλα πον είδα χτες στον κόσμο είναι πραγματικά το ίδιο αστραφτερά μετα μήλα που είναι στο καλάθι σου». «Δεν υπάρχουν μήλα στον κόσμο τόσο αστραφτερά σαν τα δικά μου», είπε η Ιντούνα. 

«Τα μήλα πον είδα ήταν πιο αστραφτερά», είπε ο Λόκι. «Ναι, και μύριζαν καλύτερα, Ιντοϋνα».

Η Ιντούνα προβληματίστηκε με αυτά πον της είπε ο Λόκι, τον οποίο θεωρούσέ τόσο σοφό. Τα μάτια της γέμισαν δάκρύα επειδή μπορεί να υπήρχαν πιο αστραφτερά μήλα από τα δικά της. «Ω, Λόκι», είπε, «δεν μπορεί. Δεν υπάρχουν μήλα πον να είναι πιο αστραφτερά και να έχούν τόσο γλυκιά μυρωδιά από αυτά που κόβω από το δέντρο στον κήπο μου». 

«Πήγαινε τότε και δες», είπε ο Λόκι. Έξω από το Άσγκαρντ είναι το δέντρο με τα μήλα που είδα. Εσύ, Ιντούνα, δεν βγαίνεις ποτέ από τον κήπο σον, και έτσι δεν ξέρεις τι υπάρχει στον κόσμο. Πήγαινε έξω από το Άσγκαρντ και δες» .

«Θα πάω, Λόκι», είπε η Ιντοϋνα, η όμορφη και εύπιστη. Η Ιντούνα βγήκε έξω από το τείχος του Άσγκαρντ. Πήγε στο μέρος που της είπε ο Λόκι ότι φυτρώνούν τα μήλα στο μέρος. Αλλα καθώς κοιτάζοντας απο δω και απο κεί η Ιντουνα άκουσε φτεροκόπημα από πάνω της. Κοιτάζοντας πάνω είδε εναν τεράστιο αετό, τον μεγαλύτερο πού είχε εμφανιστεί ποτέ στον ουρανό.

Η Ιντούνα τραβήχτηκε πίσω προς την πύλη τον Άσγκαρντ. Τότε ο μεγάλος αετός έκανε εφόρμηση. Η Ιντούνα αισθάνθηκε να τη σηκώνει ψηλά και να τη μεταφέρει μακριά από το Άσγκαρντ, μακριά, μακριά. Μακριά πάνω από το Αςντγκαρντ όπού ζούσαν οι άνθρωποι, μακριά προς τα βράχια και τα χιόνια τον Τζοτοννχαιμ. Τη μετέφερε πάνω απο το ποτάμι πού κυλά ανάμεσα στον Κόσμο των Ανθρώπων και το βασίλειο των Γιγάντων. Μετά ο αετός πέταξε μέσα σε μια ρωγμή ενός βουνού, και έφερε την Ιντούνα μέσα σε ένα σπήλαιο πού φωτιζόταν από στήλες φωτιάς πού πετάγονταν από τη γη.

Ο αετός άφησε την Ιντούνα κι αυτή έπεσε στο έδαφος της σπηλιάς. Τα φτερά και τα πούπουλα έπεσαν από πάνω τον και η Ιντούνα είδε ότι αυτός πού την είχε πιάσει ήταν ένας τρομερός Γίγαντας. 

«Ω, γιατί με άρπαξες από το Άσγκαρντ και με έφερες σε αυτό το μέρος;» φώναξε η Ιντούνα. 

«Για να φάω τα αστραφτερά σον μήλα, Ιντούνα», είπε ο Οιάσι ο Γίγαντας.

«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γιατί δεν θα σον τα δώσω», είπε η Ιντούνα. 

«Δώσε μού τα μήλα να φάω, και θα σε πάω πίσω στο Άσγκαρντ»

«`Οχι, όχι, δεν γίνεται. Μου έχούν εμπιστευτεί τα αστραφτερά μήλα για να τα δίνω στους Θεούς μονο 

«Τότε Θα σου  πάρω τα μήλα», είπε ο Θιάσι ο Γίγαντας.

Της πήρε το καλάθι από τα χέρια και το άνοιξε. Αλλά όταν άγγιξε τα μήλα, αυτά ζάρωσαν στα χέρια του. Τα άφησε στο καλάθι και ακούμπησε το καλάθι κάτω, γιατί κατάλαβε τώρα ότι τα μήλα θα τον ήταν ανώφελα αν δεν τον τα έδινε η Ιντούνα μετα ίδια της τα χέρια. 

« Πρέπει να μείνεις εδώ μαζί μου μέχρι να μου δώσεις τα αστραφτερά μήλα», της είπε.

Η καημένη η Ιντούνα ήταν τρομαγμένη. Φοβόταν την παράξενη σπηλιά, και φοβόταν τη φωτιά πον πεταγόταν κάθε τόσο από τη γη, και φοβόταν τον τρομερό Γίγαντα. Αλλά πάνω απ' όλα φοβόταν όσο σκεφτόταν το κακό πον θα έβρισκε τούς κατοίκούς τον Άσγκαρντ αν δεν ήταν εκεί για να τους δίνει τα αστραφτερά μήλα να τρώνε. 

Ο Γίγαντας ήλθε πάλι να τη δει. Και πάλι όμως η Ιντούνα δεν τον έδινε τα αστραφτερά μήλα. Και έτσι έμεινε εκεί στη σπηλιά, και ο Γίγαντας την πίεζε κάθε μέρα. Κι εκείνη φοβόταν όλο και πιο πολύ καθώς έβλεπε στα όνειρά της τους κατοίκούς τον Άσγκαρντ να πηγαίνούν στον κήπο της, να πηγαίνουν εκεί, και να μην παίρνούν τα αστραφτερά μήλα, και να νιώθούν και να βλέπουν την αλλαγή πον συνέβαινε στους ίδιούς και στούς άλλούς. 

Τα πράγματα ήταν όπως τα είχε δει η Ιντούνα στα όνειρά της. Κάθε μέρα οι κάτοικοι τον Άσγκαρντ πήγαιναν στον κήπο της, ο Οντίν και ο Θορ, ο Χόντουρ και ο Μπάλντουρ, ο Τιρ και ο Χέμνταλ, ο Βίνταρ και ο Βάλι, με τη Φρίγκα, τη Φρέγια, τη Νάνα και τη Σιφ. Δεν υπήρχε κανείς για να κόψει τα μήλα από το δέντρο της. Και μια αλλαγή άρχισε να συμβαίνει στους Θεούς και τις Θεές. 

Δεν περπατούσαν πια ανάλαφρα. Οι ώμοι τους άρχισαν να καμπουριάζουν, τα μάπα τους δεν ήταν πια λαμπερά σαν δροσοσταλίδες. Και όταν κοίταζαν ο ένας τον άλλο έβλεπαν την αλλαγή. Οι κάτοικοι του Άσγκαρντ άρχισαν να γερνούν. 

'Ηξεραν ότι Θα ερχόταν μια στιγμή που η Φρίγκα θα γερνούσε και τα μαλλιά της Θα γίνονταν γκρίζα, πον τα χρυσά μαλλιά της Σιφ θα θάμπωναν, πον ο Οντίν δεν θα είχε πια τη διαύγεια και τη σοφία του και που ο Θορ δεν θα είχε τη δύναμη να σηκωςει και να πετάξει τους κεραυνούς του. Και οι κάτοικοι του Ασγκαρντ θλιβονταν απο αυτή τη γνώση και σκέφτονταν οτι όλη η λάμψη είχε χαθεί απο την αςτραφτερη του πόλη.

Που ήταν η Ιντουνα που τα μήλα της θα έδιναν πίσω τα νιάτα και τη δύναμη και την ομορφιά στους κατοίκους του Ιςκαρντ; Οι Θεοί την ειχαν ψάξει στον Κόσμο των Ανθρώπων. Δεν βρήκαν ούτε ίχνος της. Τώρα όμως ο Οντϊν ψάχνοντας μέσα στη σοφία του, είδε έναν τρόπο για να μάθει πού ήταν  κρυμμένη η Ιντούνα.

Κάλεσε τα δύο κοράκια τον, τον Χονγκιν και τον Μούνιν, τα δύο κοράκια του που πετούσαν σε όλη τη γη και στο βασίλειο των Γιγάντων, και ήξεραν όλα τα παρελθόντα και όλα τα μελλούμενα. Κάλεσε τον Χούγκtν και τον Μούνιν, και ήλθαν, και ο ένας κάθισε στον δεξιό τον ώμο και ο άλλος κάθισε στον αριστερό του ώμο και τον είπαν βαθιά μνσπκά: τον είπαν για τον Οιάστ και την επιθυμία τον για τα αστραφτερά μήλα που έτρωγαν οι κάτοικοι τον Άσγκαρντ, και για την εξαπάτηση της Ιντούνα, της όμορφης και εύπιστης, από τον Λόκι.


Αυτά που έμαθε ο Οντϊν από τα κοράκια τον τα είπε στο Συμβούλιο των Θεών. Τότε ο Θορ ο Δυνατός στον Λόκι τος πηγε και τον άρπαξε. 'Οταν ο Λόκι βρέθηκε  στα χέρια τον δυνατού Θεού είπε: «Τι Θέλεις από μένα, ω Θορ;» 

«Θα σε πετάξω σε ένα χάσμα στο έδαφος και θα σε χτυπήσω με το κεραυνό μου», είπε ο δυνατός Θορ. «Εξαιτίας σου Χάθηκε η Ιντούνα»

«Ω, Θορ», είπε ο Λόκι, « μην με συντρίψεις με τον κεραναυνό σου. Άσε με να μείνω  στο Αςγκαρντ. Θα προσπαθήσω να φέρω την Ιντουνά πίσω» 

«Η απόφαση των Θεών», είπε ο Θορ  «είναι εσύ, ο πονηρός, να πας στο Τζοτουνχάιμ και με τη πονηριά σου να πάρεις την Ιντούνα από τούς Γίγαντες. Πήγαινε, αλλιώς θα σε πετάξω σε ένα χάσμα και θα σε συντρίψω με τον κεραυνό μου».

«Θα πάω», είπε ο Λόκι. 

Από τη Φρίγκα, τη γυναίκα τον Οντίν, ο Λόκι δανείστηκε τη φορεσιά από φτερά γερακιού πον είχε. Τη φόρεσε και πέ-ταξε στο Τζοτοννχάιμ με τη μορφή γερακιού. '

Εψαξε σε όλο το Τζοτοννχάιμ μέχρι πον βρήκε την κόρη τον Οιάστ, την Σκάντι, και άφησε την κόρη τον Γίγαντα να τον πιάσει και να τον κρατήσει για δικό της. Μια μέρα η Σκάντι τον πήγε στη σπηλιά όπού είχαν την Ιντούνα, την όμορφη και εύπιστη.

Όταν ο Λόκι είδε την Ιντούνα εκεί κατάλαβε ότι ένα μέρος της αναζήτησής τον είχε τελειώσει. Τώρα έπρεπε να πάρει την Ιντούνα από το Τζοτοννχάιμ και να την πάει πίσω στο Άσγκαρντ. Δεν έμεινε πια με την κόρη τον Γίγαντα, αλλά πέταξε ψηλά στούς βράχους της σπηλιάς. Η Σκάνπ έκλαψε επειδή της ξέφυγε το γεράκι της, αλλά έπαψε να το αναζητά και να το φωνάζει κι έφυγε από τη σπηλιά.

Τότε ο Λόκι, πον κάνει το καλό αλλά και κάνει και το κακό, πέταξε εκεί όπου καθόταν η Ιντούνα και της μίλησε. Η Ιντούνα, όταν είδε ότι ένας από τούς κατοίκους τον Άσγκαρντ ήταν κοντά της, έκλαψε από χαρά. 

Ο Λόκι της είπε π πρέπει να κάνει. Με τη δύναμη ενός μα-γικού πον τον είχαν δώσει μπόρεσε να της δώσει τη μορφή ενός σπουργιτιού. Αλλά πριν το κάνει αυτό, η Ιντούνα πήρε τα αστραφτερά μήλα από το καλάθι της και τα πέταξε σε μέρη όπού δεν θα τα έβρισκε ποτέ ο Γίγαντας.

Η Σκάνπ, γυρίζοντας πίσω στη σπηλιά, είδε το γεράκι να πετά έξω με το σπουργίτι δίπλα τον. Φώναξε τον πατέρα της και ο Γίγαντας κατάλαβε ότι το γεράκι ήταν ο Λόκι και το σπουργίτι ήταν η Ιντούνα. Τότε μεταμορφώθηκε και έγινε ο τεράστιος αετός.

Στο μεταξύ το Σπονργίπ και το γεράκι είχαν...



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεγάλη Παρασκευή και ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας

Σταύρωση Ιερέων

A. ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ-ΠΤΕΡΥΓΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΩΝ

Η δυναμη της σιώπης - Carlos Castaneda

Αποφθέγματα του Άρθουρ Σοπενχάουερ

39 αποφθέγματα από τον ταριχευμένο Φαράω του Κομμουνισμού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 21/1/1924.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή